Jean-Luc Godard

Αυτός ο παλαβός, ιδιοφυής και μονόχνωτος auteur με το αμφίσημο επαναστατικό όραμα, αναμετρήθηκε όσο κανείς με την κινηματογραφική γλώσσα.

Ένιωθε δημιουργικός μόνο όταν τον κυρίευε μια αναπόδραστη ανάγκη για επαναθεώρηση της σχέσης ανάμεσα στην εικόνα και την ιδέα.

Παίδευε τη φόρμα με τη μονομανία ενός τζογαδόρου που ήθελε να ηττηθεί, αφού πρώτα εξουδετερώσει κάθε αντίπαλο.

Εξωφρενικά αστείος, πομπώδης, βαθιά αναρχικός και διχασμένος, μα τόσο κοντά στους ήρωές του (όσο πιο απελπισμένοι τόσο πιο γοητευτικοί) τους οποίους συναντούσε στα χαρακώματα της μονταζιέρας και τους οποίους καθοδηγούσε πυρετωδώς μέσα από το ρηξικέλευθο ντεκουπάζ που έβλεπε μόνο στο μυαλό του.

Ο Γκοντάρ δεν ήταν κορυφαίος σκηνοθέτης του σινεμά, ούτε αξιόλογος τεχνίτης, ούτε αφηγητής.

Ο Γκοντάρ ΗΤΑΝ το σινεμά.

Posted in 3 | Leave a comment

Yippee ki-yay, m@therf@cker!

Με αυτή την εικόνα μας είχε συστηθεί ο Μπρους Γουίλις σε ηλικία 30 ετών, το 1985, όταν προβλήθηκε το 1ο επεισόδιο της πιο γοητευτικής σειράς όλων των εποχών.

Με τον τρόπο που συμπεριφέρονταν ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ του «Moonlighting» απέναντι στην αυστηρή και πειθαρχημένη συνεργάτιδά του (Σίμπιλ Σέπερντ) και ο αγχωμένος γιάπης του «Pαντεβού στα Τυφλά» απέναντι στην καλλονή που ήταν επιρρεπής σε καταχρήσεις (Κιμ Μπάσιντζερ), ο Μπρους Γουίλις άρχισε να υποδύεται υποδειγματικά το γνήσιο straight αρχέτυπο και μπόλιασε την αρσενική συμπεριφορά παλιάς κοπής με αγορίστικα κουσούρια και παιχνιδιάρικη διάθεση.

Με το «Die Hard» επαναπροσδιόρισε τον σύγχρονο action hero, ύστερα από μια άχαρη για το σινεμά δράσης δεκαετία του 80, όπου το bodybuilding ήταν σχεδόν προαπαιτούμενο στην εποχή των Σταλόνε και Σβαρτσενέγκερ. Ο ήρωας Τζον ΜακΛέιν, με το στραβό χαμόγελο και τις αλάνθαστες ατάκες του, ήταν σαρκαστικός, ψιλογκαντέμης και σε έκανε να ταυτιστείς περισσότερο με την αγωνία του να τη βγάλει καθαρή παρά με το πως έδερνε «κακούς» με ξενική προφορά.

Έκτοτε, το όνομά του Γουίλις παρέμεινε μια εγγύηση ψυχαγωγίας. Κανείς δεν του χρέωσε την παραμικρή ευθύνη για τις μεγάλες του αποτυχίες («Hudson Hawk», «The Bonfire of the Vanities») ενώ επεδείκνυε γνήσια κωμική φλέβα («Death Becomes Her») δραματικό ταλέντο (Unbreakable) πρωταγωνιστική στόφα («Sin City») και συχνή διάθεση για αυτοπαρωδική σάχλα («The Player», «What Just Happened»).

Χώρια που μας καθήλωσε με την εξαιρετική ερμηνεία του στο αριστουργηματικό «12 Monkeys», μας κέρδιζε με το γεμάτο συμπόνια βλέμμα του στην «Έκτη Αίσθηση» και μας έκανε να ζητοκραυγάζουμε όρθιοι κάθε φορά τον βλέπαμε να σφάζει τον Ζεντ στο “Pulp Fiction”, προτού το σκάσει με τη μηχανή του (Τσόπερ ήταν).

Πριν λίγες μέρες ο Μπρους Γουίλις ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Η τελευταία φορά που τον είδαμε στη μεγάλη οθόνη και είχε κάποιο νόημα η παρουσία του ήταν στο πέρασμά του απ’ το αμήχανο «Motherless Brooklyn» του Έντουαρντ Νόρτον, αλλά δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που είδα μια ταινία επειδή έπαιζε ο ίδιος – ίσως το «Looper». Τα τελευταία χρόνια η φιλμογραφία του είχε μόνο μπάτσους, πράκτορες, ληστείες, πιστολίδια, κι άλλους μπάτσους, κάτι FBI, κάτι κλέφτες και σαχλαμάρες τρίτης διαλογής που έβγαιναν κατευθείαν σε DVD. Τα τελευταία τρία χρόνια ο Μπρους Γουίλις έπαιξε σε 23(!) ταινίες, οι 10 από αυτές θα βγουν μέσα στο υπόλοιπο 2022. Μιλάμε για τόση σαβούρα που μερικές από αυτές μοιράζονται την ίδια φωτογραφία του στην επίσημη αφίσα τους.

Μόλις πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκε ότι ο ηθοποιός πάσχει από μια ασθένεια που προκαλεί μόνιμη, προοδευτική βλάβη στον εγκέφαλο και προκαλεί δυσχέρεια λόγου και απώλεια επικοινωνίας με το περιβάλλον. Στο πρόσφατο «σκουπιδοσερί» ρόλων χωρίς ερμηνευτικές απαιτήσεις ο Γουίλις άκουγε τις ατάκες του σε ακουστικό καθώς δεν μπορούσε να τις αποστηθίσει και ολοκλήρωνε τα γυρίσματα για την καθεμιά σε διάστημα δύο εργάσιμων ημερών, το πολύ. Το αν αυτή ήταν μια συνειδητοποιημένη επιλογή για να μαζέψει χρήματα για τη νοσηλεία, τα γεράματα, την κληρονομιά των θυγατέρων του ή αν ήταν προϊόν manipulation απ’ το περιβάλλον του, είναι κουτσομπολιό που δεν μας αφορά.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Γουίλις ήταν για χρόνια ένας γνήσιος σταρ του Χόλιγουντ, από αυτούς που δεν επέτρεπαν να συνδεθεί η αρσενική συμπεριφορά με τις μάτσο γελοιότητες, που δεν αγωνιούσε για το coolness γιατί το είχε έμφυτο, που δεν έκανε θέμα το lifestyle του γιατί όντως πέρναγε καλά, που δεν έγινε καθίκι σαν κάτι Μελ Γκίμπσον (το Φονικό Όπλο ήταν το αντίπαλο δέος του Die Hard) και που έκανε τους υπόλοιπους Expendables να μοιάζουν αούγκανοι. Δεν σε πείραζε καν που ήταν Ρεπουμπλικάνος. Τόσο γαμάτος τύπος. Να είναι όσο καλά μπορεί.

🎶 Some walk by night

Some fly by day

Nothing could change you

Set and sure of the way 🎶

Posted in 3 | Leave a comment

Get Back

Θυμάμαι τα λόγια του Brian Eno σε ένα μουσικό ντοκιμαντέρ του παραγωγού Daniel Lanois, όπου έλεγε τα εξής: «Αυτό που θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να καταλάβει ο κόσμος είναι ότι τα πιο όμορφα πράγματα γεννιούνται μέσα από τα σκατά. Κανείς δεν το πιστεύει αυτό. Όλοι νομίζουν ότι ο Μπετόβεν είχε τις συμφωνίες του ολοκληρωμένες μέσα στο μυαλό του και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τις γράψει ώστε να φτάσουν στα αυτιά του κόσμου. Αυτό που πρέπει όλοι να καταλάβουν είναι ότι τα πράγματα προκύπτουν απ’ το τίποτα. Ο μικρότερος σπόρος στις ιδανικές συνθήκες μπορεί να μετατραπεί στο πιο όμορφο δάσος και ο πιο υποσχόμενος σπόρος σε λάθος συνθήκες, μπορεί να γίνει το απόλυτο τίποτα».

Παρόλο που τον συλλογισμό του Eno δεν είχε καταφέρει να εκφράσει ικανοποιητικά το doc του Lanois, σκεφτόμουν τα λόγια του κατά την 8ωρη θέαση του «Get Back».Επειδή πολλά γράφτηκαν για τη μεγάλη διάρκεια του ντοκιμαντέρ του Peter Jackson, πολλοί έκαναν σχόλια για την οικονομία χρόνου στο footage, ενώ άλλοι το χαρακτήρισαν «βαρετό», το δίδαγμα του Eno βρίσκει απόλυτη εφαρμογή σε αυτή την απαιτητική και χρήσιμη δουλειά που έδειξε το Disney+

Έχει σημασία να παρακολουθήσουμε τον πιο σπουδαίο συνδυασμό μουσικών τα τελευταία 100 χρόνια μέσα σε ένα studio, τη στιγμή που κανείς τους δεν έχει απόλυτη συναίσθηση του μύθου τους. Χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι οι χειρόγραφες μουτζούρες στα χαρτιά με τους στίχους που βρίσκονται στο πάτωμα, ύστερα από δεκαετίες θα πωλούνται σε πλειστηριασμούς. Οι τέσσερις Beatles που δεν έχουν κλείσει καν τα 30 τους, εκείνη τη στιγμή αισθάνονται σαν struggling artists – κι ας μην είναι starving artists. Είναι ήδη διαλυμένοι και δεν το ξέρουν, έχουν χάσει την ασφάλεια που τους προσέφερε ο Brian Epstein και έχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν είναι ακόμα relevant σε μια εποχή που η pop ιστορία έγραφε υπερωρίες.

«Τα πιο όμορφα πράγματα γεννιούνται μέσα από το απόλυτο τίποτα». Για ώρες, μέρες, βδομάδες, εκείνο τον σκληρό Ιανουάριο του ’69, οι Beatles προσπαθούν να βρουν μερικές αξιόλογες μελωδίες για να σταυρώσουν κάνα δημοφιλές τραγούδι. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ώρες στα studio των σπουδαιότερων δίσκων που ηχογραφήθηκαν ποτέ, ήταν ατέλειωτες, βαρετές, γεμάτες παραφωνίες, φάλτσους αυτοσχεδιασμούς, τεταμένα νεύρα και αδιέξοδες ιδέες. Όπως και τα γυρίσματα των πιο συναρπαστικών κινηματογραφικών ταινιών είναι ένα ατέλειωτο χασομέρι από αμέτρητες εργατοώρες λάντζας ανάμεσα σε κουβάρια από καλώδια, λάμπες και φορτηγά.

Ανήκω στη μειοψηφία των ανθρώπων που τους αρέσουν τα demo, τα alternative takes, τα rough mix και τα early version των τραγουδιών μεγάλων δίσκων που συνήθως κυκλοφορούν με τα bonus disc στα επετειακά special edition. Εκεί καταλαβαίνεις τις άγουρες ιδέες, τη δουλειά στην παραγωγή, τη ζύμωση των οργάνων.

Με βάση αυτά, το μοντάζ του Peter Jackson απαντά σε μεγάλα ερωτήματα, με τρόπο που δεν μπορούσαμε να βρούμε ούτε στις μεγάλες θεωρητικές προσεγγίσεις στη δημιουργική γραφή των Beatles της τελευταίας περιόδου της σύντομης καριέρας τους. Το πετυχαίνει με το να μας κρατάει στο δωμάτιο μαζί τους, κάνοντάς μας να β(α)ρεθούμε στην ίδια αίθουσα με τους πιο χαρισματικούς τραγουδοποιούς. Αντί για ένα rockumentary δόξας με τα φωταγωγημένα highlights των Beatles (όπως είχε κάνει ο άσχετος Ron Howard στο “Eight Days a Week”) ο Jackson μας δείχνει τέσσερις μουσικούς τη στιγμή που δεν έχουν πλάνο, ούτε προσανατολισμό και ψάχνουν για έναν δημιουργικό μπούσουλα. Και μέσα από το απόλυτο τίποτα πέφτει ένας μικρός, καθόλου υποσχόμενος σπόρος, αλλά γεννιέται το όμορφο δάσος.

Σε μια στιγμή ο Paul όντας απογοητευμένος που το όραμα της μπάντας έχει σβήσει, έξαλλος που δεν έβλεπε τον ζήλο που θα ήθελε στους άλλους τρεις, γεμάτος ενοχές που πλήγωσε τον Harrison με τις αρχηγικές του τάσεις και -το πιο σημαντικό απ’ όλα- με την υποσυνείδητη επιθυμία να βρίσει πατόκορφα το πράμα που κατσικώθηκε ανάμεσά τους διαβάζοντας εφημερίδα την ώρα που οι άλλοι προσπαθούσαν να συγκεντρωθούν, ρίχνει (άδικα είναι η αλήθεια) ένα ξεγυρισμένο διαολόστελμα για να γυρίσει από ‘κει που ‘ρθε το πρόσωπο που εκείνη τη στιγμή θεωρεί εύκολο στόχο. Μέσα από την οργή και το ζόρι της στιγμής, παρακολουθούμε έναν απίστευτο τοκετό της «σωτήριας» μελωδίας του “Get Back” που θα τους δώσει το καύσιμο για την υπόλοιπη διαδρομή. Από μόνο του αυτό το στιγμιότυπο δεν θα είχε τόση δύναμη, αν δεν είχαμε παρακολουθήσει υπομονετικά τα παιδαριώδη τζαμαρίσματα, τα false starts, τις άκυρες ιδέες και τις νεκρές στιγμές στο studio.

Λίγους μήνες μετά ήρθε το Abbey Road, ο Phil Spector, η κυκλοφορία της ηχογράφησης στην ταράτσα και οι τίτλοι τέλους. Τα 60’s έσβησαν, μαζί και οι Beatles.

Posted in 3 | Leave a comment

Woodstock 99: Η κατάρρευση μιας γενιάς ύστερα από ένα κακό hangover

Η δεκαετία του ’90 ξεκίνησε με τις ρομαντικές υποσχέσεις της Generation X που έψαχνε να βρει ταυτότητα στα αποκαΐδια που άφησαν οι τεχνοκράτες του ’80 και γεννώντας ποικίλα ρεύματα και φυλές που έθρεφαν την αχόρταγη ποπ κουλτούρα. Δυστυχώς, όμως, τελείωσε μέσα στην απόγνωση, το χάος και και την αυτολύπηση. Το φεστιβάλ του Woodstock στην εκπνοή της δεκαετίας έγινε ακούσιος εκφραστής όλης της απορρύθμισης και τη σκόνης που έπνιξε μια ολόκληρη γενιά η οποία κατέρρεε ύστερα από ένα κακό hangover. Οι ματαιώσεις όσων ανδρώθηκαν στα 90s με το βλέμμα στραμμένο στο ΜTV, βρήκαν σκοτεινό απόηχο σε ένα φεστιβαλικό φιάσκο όπου εκατοντάδες χιλιάδες άτομα πέταξαν τα ξεχαρβαλωμένα ρούχα και τα ψαλιδισμένα τζιν από τις cool μπράντες, ξύρισαν τα «καπελάκια» και τις άβολες φράντζες, απομυθοποίησαν τα είδωλα που έφεραν «κουλτουριάρικες» αλλαγές στο mainstream και είδαν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, όπως ακριβώς ήταν: άσχημος. Από τα φιλειρηνικά κινήματα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ που πυροδοτούσε το 1969, το μεγαλύτερο υπαρξιακό ζήτημα του 1999 ήταν η συνωμοσία του ιού Y2K στην αυγή του millennium. Από τις διαμαρτυρίες κατά των πρακτικών του Νίξον και τον χαφιεδισμό του Χούβερ, οι πιο πολιτικοποιημένες συζητήσεις στα τέλη των 90’s ξεθύμαιναν στον λεκέ της Λεβίνσκι και στο πούρο του Κλίντον.

Το Woodstock ήταν και παραμένει ο πιο καλοδιατηρημένος και παραφουσκωμένος μύθος της δεκαετίας του ’60 για την Αμερική (μαζί με τα εγκλήματα οικογένειας Μάνσον). Λίγο οι ρομαντικές μνήμες των παλαιοροκάδων, λίγο η ανάγκη για εμπορική μυθοποίηση των 60s, λίγο το ζωηρό ντοκιμαντέρ του 1970 και συνολικά η αμερικάνικη τάση για υπερβολή, όλα μαζί συνέβαλαν ώστε το φεστιβάλ εκείνο να αποτελεί σύμβολο και ιερό δισκοπότηρο της χίπικης επανάστασης «αγάπης» των baby boomers, τα οποία φορούσαν λουλούδια στα μαλλιά, έκαναν ελεύθερα έρωτα και ήθελαν λασπόλουτρα για τα ψυχεδελικά trips τους κάτω από τις μανιασμένες κιθάρες του Jimi Hendrix, τις απελπισμένες κραυγές της Janis Joplin και τη χίπικη ευδαιμονία του Jerry Garcia. Ένα μέρος αυτού του μύθου σίγουρα πατάει στην πραγματικότητα. Όμως αυτά τα selling points επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν οι λογιστές και οι δικηγόροι που αναμείχθηκαν με τους promoters (είναι οι ίδιοι άνθρωποι που κατέστρεψαν ανεπιστρεπτί τη δισκογραφία λίγα χρόνια μετά) και στην προσπάθειά τους να αρμέξουν τους μύθους του ’60, δημιούργησαν ένα τέρας που έσκασε στα μούτρα τους.

Παρά τη σχετική επιτυχία του φεστιβάλ στην 25η επέτειο του, η δεύτερη απόπειρα αναβίωσής του στα 30 χρόνια ήταν ένα Βατερλό που έμελλε να βαφτεί με αίμα και να γίνει στάχτη, μπροστά στα μάτια προνομιούχων πιτσιρικάδων που ήθελαν να βάλουν φωτιά σε πράγματα, απλά για να τα δουν να καίγονται. Αυτό το «χαμένο Σαββατοκύριακο» σε μια στρατιωτική βάση έξω από ένα προάστειο της Νέας Υόρκης, είναι η απόλυτη αλληγορία για τη φθορά της Αμερικής εκείνη την περίοδο. Το line up ήταν απαράδεκτο, η παραγωγή ήταν για τα πανηγύρια, σε σημείο που έκανε τους διοργανωτές του Fyre να δείχνουν επαγγελματίες (σ.σ. δείτε το The Greatest Party that Never Happened και το Fyre Fraud για το επίμαχο θέμα).

Η μαζική συγκέντρωση για τρεις μέρες μουσικής και συνύπαρξης μετατράπηκε σε φαντασίωση νεαρών κάφρων που δεν ήξεραν τι να κάνουν τη στραβοχυμένη αδρεναλίνη τους και βρέθηκαν σε ένα μέρος χωρίς αστυνομία και γονείς ώστε να μπορούν να πιούν, να πηδήξουν και να δείρουν χωρίς περιορισμό.

O κρετίνος Fred Durst (των αστείων Limp Bizkit) έδινε το σύνθημα για το κρεσέντο βίας και τον ανόθευτο σεξισμό που κυριάρχησε. Μια αποδιοργανωμένη θάλασσα λευκών κολεγιόπαιδων που έκαναν drooling με τις γκόμενες του Kid Rock, ορδές κοριτσιών που ξέφυγαν από τα video του Girls Gone Wild και τα αυτοσχέδια πάρτι του Spring Break, ανειδίκευτοι σεκιουριτάδες και σαλταρισμένοι κάγκουρες που χρησιμοποιούσαν τους κάδους σκουπιδιών για τύμπανα, αποτελούσαν όλοι μαζί μια αφυδατωμένη μάζα ανθρώπων κάτω από τον καύσωνα που πατούσαν πάνω σε μια λίμνη λάσπης από ούρα μεθυσμένων και αποξηραμένο εμετό. Η κουλτούρα βιασμού άνθισε όσο ποτέ στο καταστροφικό Woodstock του ’99, την εποχή που το MTV πόνταρε σε πλάνα από βυζιά και κώλους και όχι στους καλλιτέχνες επί σκηνής.

Το φάντασμα του Kurt Cobain και των ομοίων του, δεν αρκούσε πια για να στοιχειώσει τη γενιά των 20άρηδων στην Αμερική. Έτσι λοιπόν, το αγορίστικο rock-rap υβρίδιο έγινε το νέο φρενήρες soundtrack για να υποστηρίξει την καταναλωτική μανία που τάιζε τη νέα ποπ κουλτούρα και άντεχε τις κανιβαλιστικές ανάγκες της εποχής. Μετά από εκείνη τη χρονιά, το MTV έπαιζε μόνο reality, η βιομηχανία της δισκογραφίας πέθανε, με το Napster να ρίχνει την  πρώτη φτυαριά χώμα πάνω από το κουφάρι της και η έλευση της τεχνολογίας έκανε τα επερχόμενα φεστιβάλ να πνίγονται σε έναν παροξυσμό από insta selfie και live social feed.

Παρακολουθήστε το Woodstock 99: Peace, Love and Rage όχι σαν μουσικό ντοκιμαντέρ, αλλά σαν ταινία τρόμου. Για να μην πω ταινία τρόμου «εποχής» καθώς όλα αυτά μοιάζουν σήμερα τόσο μακρινά.

Posted in 3 | Leave a comment

Είναι το Army of the Dead η Χειρότερη Ταινία Που Είδαμε Φέτος;

Αν υπάρχει ένα φιλμ που αξίζει ένα ολοστρόγγυλο «μηδέν» φέτος, τότε αυτό είναι το πολυδιαφημισμένο και δαπανηρό Army of the Dead. Βέβαια, κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις κυνικές και ανέγγιχτες από ανθρώπινα χέρια δημιουργίες του Zack Snyder, ερχόμαστε συγχρόνως αντιμέτωποι με σφυροκοπήματα από εικόνες που φλερτάρουν με το «μηδενικό» σε επίπεδο ποιότητας.

Με τούτη την ταινία του, νιώθεις κανείς ότι συμμετέχει σε μια εμπειρία εντυπώσεων απ’ την οποία δεν έχει να κερδίσει απολύτως τίποτα. Δεν υπάρχει ένας χαρακτήρας, μια σκηνή, ένα στοιχείο της ιστορίας, κάτι που να προσφέρει μια λαβή για να κρατηθεί κανείς. Δεν έχει ο ίδιος ο σκηνοθέτης τίποτα να μοιραστεί και γι’ αυτό πετάει στις οθόνες τόσο θόρυβο, με τρόπο που κάνει τον Michael Bay των Transformers να μοιάζει με Coppola και τον Roland Emmerich να μοιάζει με Scorsese. Ο σκηνοθέτης που έχει ούτως ή άλλως τον ασυμμάζευτο, φέτος εμφανίζεται πιο αυτάρεσκος από ποτέ. Είναι πολύ περήφανος για τα παχύσαρκα, υπερ-στυλιζαρισμένα πλάνα του και γι’ αυτό μας τα προσφέρει σε αργή κίνηση, τα διογκώνει με μεσσιανικές θυσίες χάρτινων ηρώων, τα εμπλουτίζει με φτηνιάρικη αλλά πανάκριβη CGI τεχνολογία, τους προσθέτει μιλιταριστική ματσίλα, τους δίνει πατριωτικές διαστάσεις και όλα αυτά με ήρωες πιο χαζούς από ραδίκι που για κάποιο λόγο πρέπει να δείχνουν μεγαλύτεροι από τη ζωή. Ψυχοεκβιαστικά λοιπόν, μας πετάει στα μούτρα ένα μιλιταριστικό τσαντίρι από κολοβές φαντασιώσεις για να πουλήσει εύκολο θέαμα και πόζα σε δυόμιση αχρείαστες ώρες.

Η ιδέα μιας ληστείας σε ένα ερειπωμένο Λας Βέγκας που έχει κατακτηθεί από αιμοδιψή ζόμπι θα μπορούσε να είναι η αφορμή για ένα απολαυστικό b-movie, έστω καλογυαλισμένο και στη διαπασών, αλλά τουλάχιστον ας πατούσε στην παράδοση ταινιών όπως το Escape from New York. Όμως ο συμπλεγματικός Snyder πάσχει από έλλειψη γούστου και μέτρου, με αποτέλεσμα το Army of the Dead να είναι ένα ογκώδες ανοσιούργημα. Το Netflix έδωσε απόλυτη ελευθερία και έναν τεράστιο προϋπολογισμό για να κάνει ο Snyder τις μονταζιακές του περατζάδες σε ένα συνθετικό περιβάλλον, τσιτώνοντας τις εντάσεις σε ταχύτητα και ένταση, ώστε να υποστούμε, ντε και καλά με γουρλωμένα μάτια και τεντωμένα αυτιά, την αυτιστική του αντίληψη περί ηρωικής βίας.

Το μυαλό του Snyder είναι ταγμένο στην διόγκωση των πάντων, επομένως δεν υπάρχει χώρος για κανένα στοιχείο λογικής, συνέπειας ή για οποιαδήποτε κανονική ιδέα. Το “red white & blue” σινεμά του έχει ρίζες στο τεχνοκρατικό σινεμά των action heroes της δεκαετίας του ’80, ωστόσο ο ήρωας που υποδύεται ο τραγικά ατάλαντος Dave Bautista κάνει τον Rambo να μοιάζει με ήρωα σε art house υπαρξιακό δράμα από ευρωπαϊκό φεστιβάλ. Το Army of the Dead αντλεί και από την παράδοση των heist movies, με το πολυφορεμένο πλαίσιο δράσης μιας «ομάδας σε αποστολή». Η ειδοποιός διαφορά είναι πως ο Snyder δεν είναι σκηνοθέτης αξιώσεων, αλλά ένας ξεσαλωμένος βιντεογράφος που δεν μπορεί να σκηνοθετήσει ούτε δυο αράδες διαλόγου. Απορρίπτει λοιπόν την αφετηρία οποιουδήποτε σεναρίου, ξερνάει όταν ακούει για συνοχή και storyboard και ρέπει στην οικοδόμηση ασπόνδυλων πλάνων που συρράπτουν στην τύχη πιστολίδι, ξύλο, τρέξιμο και βλακώδεις ατάκες από τριτοκλασάτους ηθοποιούς που δεν ξέρουν που βρίσκονται.

Η καριέρα του Snyder είναι μια πληγή για το σινεμά, ακόμη και αν έχει ταχθεί πλέον στο streaming. Δεν είναι μόνο ότι σκοτώνει την τέχνη των ταινιών δράσης– σκοτώνει και τη «χαρά» των ταινιών δράσης. Αλλά τι να πεις για τον άνθρωπο που τερμάτισε την «εντεροντροπή» του θεατή, τη στιγμή που σε μια ταινία με ζόμπι έβαλε να ακούγεται το “Zombie” των Cranberries. Τον φαντάζομαι να νιώθει πολύ περήφανος για την τόσο «έξυπνη» επιλογή του.

Posted in 3 | Leave a comment

Πώς γίνεται να λέμε I Care A Lot και μαζί #FreeBritney;

Μεγάλο κύμα ενθουσιασμού έχει προκαλέσει τον τελευταίο μήνα η στυλιζαρισμένη περιπέτεια απάτης και εγκλήματος I Care A Lot του J Blakeson. Η ηρωίδα του φιλμ αισθάνεται ασφυξία από τη βαθιά σεξιστική κοινωνία που την έχει καταπιέσει ταξικά και ανακατεύει ξανά την τράπουλα με βάση τις δικές της κοσμοθεωρίες για τον αδηφάγο κόσμο, επιλέγοντας να γίνει θηρευτής αντί για θήραμα και λέοντας αντί για αμνός. Ξαναμοιράζει, λοιπόν, την παρτίδα σύμφωνα με τα δικά της αμοραλιστικά κριτήρια, βασιζόμενη σε μια νόμιμη μα παντελώς ανήθικη κομπίνα. Παίζει στα άκρα το παιχνίδι του άκρατου καπιταλισμού, καταστρέφοντας ζωές ηλικιωμένων. Αφού τους «κάψει» το μυαλό και τους εξασθενήσει τη μνήμη μέσα σε οίκο ευγηρίας, τους αποσπά με συνοπτικές διαδικασίες ολόκληρες τις οικονομίες μιας ζωής. Μια φαινομενικά ευυπόληπτη κυριούλα δείχνει να είναι το τέλειο θήραμα, αλλά για κακή τύχη της κοινωνιοπαθούς ηρωίδας η ηλικιωμένη προέρχεται από μια γκανγκστερική οικογένεια που την αναζητά. Η Rosamund Pike είναι εξαιρετική σαν σκληρή απόγονος των πρωταγωνιστριών του Hitchcock, κουβαλώντας σε κάθε σκηνή την παραστρατημένη φιλοδοξία της ηρωίδας. Η Dianne Wiest είναι φυσικά σπουδαία, όμως ο ρόλος της είναι εντελώς ισχνός και κακογραμμένος. Δεν υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στην στυλιζαρισμένη περιπέτεια, την σκόρπια ειρωνεία και τις άστοχες #metoo παραινέσεις.  

Το σενάριο πάσχει από ηθική ασάφεια και η ματιά του σκηνοθέτη δεν προσπαθεί καν να καλύψει αυτό το άβολο ιδεολογικό κενό (ίσως γιατί δεν το καταλαβαίνει και ο ίδιος). Παρακολουθούμε την ψυχολογική καταστροφή και το οικονομικό «γδύσιμο» ανήμπορων ανθρώπων επειδή ένα ζευγάρι γυναικών έχει μια ακόρεστη όρεξη για χρήμα και μια μανία να ανέβει στην τροφική αλυσίδα του καπιταλισμού. Αναρωτιέμαι, πόσο cool θέαμα μπορεί να είναι το I Care A Lot; Το κοινό χαζεύει τις ψηλοτάκουνες γόβες και το σαγηνευτικό στυλ της «ψαρωτικής» πρωταγωνίστριας και περνάει στα ψιλά την εκμετάλλευση ανθρώπων που υποφέρουν καθώς καταλήγουν να σβήνουν άποροι και ξεχασμένοι σε γηροκομεία. Η κομπίνα δεν στρέφεται στο τραπεζικό σύστημα, στο χρηματιστήριο ή στις πολυεθνικές, αλλά στο πορτοφόλι του έρημου συνταξιούχου.

Την ίδια περίοδο, έχει προκαλέσει ενθουσιασμό και ευαισθητοποίηση, ένα ντοκιμαντέρ για το παράξενο δράμα της Britney Spears. Η παραγωγή των New York Times και του Hulu με τίτλο Framing Britney Spears επιχειρεί μια πρόχειρη προσέγγιση στο περίπλοκο δράμα που κρατά αιχμάλωτη την pop τραγουδίστρια στα δαιδαλώδη νομικά μονοπάτια του “conservatorship”. Εάν, σύμφωνα με το νόμο, κριθείς ψυχολογικά ακατάλληλος να διαχειριστείς τις υποθέσεις σου, το κράτος ορίζει τον επίσημο προστάτη που θα ελέγχει την περιουσία σου και θα σε εκπροσωπεί νομικά παντού. Πρόκειται για το ίδιο κόλπο σχεδόν που έχει στήσει αριστοτεχνικά η ηρωίδα του I Care A Lot.

Το πρόβλημα έγκειται στο ότι το ίδιο κοινό που χειροκροτά με ενθουσιασμό τον αντικαπιταλιστικό φεμινισμό (ήμαρτον κάπου) στο φιλμ του Netflix, την ίδια στιγμή εκφράζει την αμέριστη συμπαράστασή του στο ταλαιπωρημένο pop icon μέσα από το hashtag #FreeBritney. Το ίδιο όπλο που στο I Care A Lot πλασάρεται για μετα-φεμινιστικό κωλοδάχτυλο στο σύστημα, στην περίπτωση της Britney Spears είναι το απαύγασμα της πατριαρχίας, καθώς ο προστάτης της τραγουδίστριας την κρατά αιχμάλωτη και αρμέγει την αγελάδα των χρηματικών κερδών της. Το εν λόγω ντοκιμαντέρ εξετάζει την ακραία σχέση της Britney με τα tabloid από την εποχή του “Oops!…I Did It Again”, τη σεξουαλική της απεικόνιση στα συντηρητικά mainstream media, τον παροξυσμό γύρω από το ταλέντο της και όλα όσα την έριξαν στα δίχτυα του πατέρα-προστάτη της. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται να συμπάσχεις με τις συνθήκες τρόμου μέσα στο σπίτι των Spears, με τις δικαστικές διαμάχες για να αποκτήσει η τραγουδίστρια τον έλεγχο της ζωή της και να είναι ξανά κοντά στα παιδιά της, ενώ ταυτόχρονα βλέπεις την πλεκτάνη με την οποία η ο χαρακτήρας που υποδύεται η Dianne Wiest χάνει όλα της τα υπάρχοντα και κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, σαν ένα cool scheme που έστησαν δυο sexy θηλυκοί απόγονοι της παρέας του Oceans 11.

Μάλλον η pop αισθητική και το στυλ είναι οι δυο άξονες που ορίζουν τη νέα ηθική. Δεν το λες και πολύ αισιόδοξο.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #233

Liz Phair – Soberish

Η Liz Phair είναι μια τραγουδοποιός με ορίζοντα, αν μη τι άλλο. Ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να τοποθετηθεί με σαφήνεια απέναντι στο mainstream ακροατήριο. Σε μερικούς ακούγεται πολύ ρεαλίστρια, σε άλλους φαίνεται πολύ μαλθακή, σε άλλους άτολμη και δε συμμαζεύεται. Το σίγουρο είναι πως δεν άφησε το αποτύπωμα που της άξιζε στη γενιά που έζησε την έκρηξη του γυναικείου alt-rock των 90’s.

Το Soberish είναι το πρώτο της άλμπουμ μετά από μια ολόκληρη δεκαετία αποχής και κυλάει καθαρά, στρωτά και ευχάριστα με τραγούδια που είναι δύσκολο να μη σε κερδίσουν.

Η Liz Phair μας αποδεικνύει ξανά ότι δεν ανήκει στις τραγουδίστριες που συνήθως γκρινιάζουν για τα πάντα και απαιτούν το στέμμα τους. Δεν είναι καμιά Sheryl Crow. Αντιθέτως, εκφράζει όλες τις αρετές που έκαναν τη γυναικεία rock τραγουδοποιία, ένα genre από μόνο του. Αυτό που φαίνεται να διαθέτει ως συγκριτικό πλεονέκτημα η Phair είναι ότι μπορεί να είναι και αστιλιζάριστη και βαθιά μποέμ, όχι όμως από νεύρωση, αλλά από πεποίθηση.

Το έβδομο άλμπουμ της μιλάει για τις σχέσεις που μάταια προσπαθούν να αποτινάξουν τη δυσλειτουργικότητα από πάνω τους και για καθημερινές αγωνίες. Και μιλάει γι αυτά με έναν τρόπο υγιή και κανονικό, χωρίς χιπστερικές νευρώσεις. Η Liz Phair μπορεί να υπονομεύσει με τρυφερότητα ένα είδωλο σαν τον Lou Reed (“Hey Lou”) να γράψει άριστες μελωδίες (“Ba Ba Ba”) να εκφραστεί σαν «πρωχό» ροκ μαμά με νόστιμα κιθαριστικά τερτίπια (“Soul Sucker”) και να υιοθετήσει την εικόνα της περπατημένης art school εξπέρ (“Spanish Doors”).

Τα τραγούδια του δίσκου ακούγονται σαν nuggets δωματίου που προσφέρουν άφθονο ρομαντικό τερέν για να βρουν ανακούφιση οι συναισθηματικές ανησυχίες της. Και προς τιμήν του, ο παραγωγός Brad Wood πότισε με αρώματα της δεκαετίας του ’90 τα τραγούδια.

Πραγματικά, τα κομμάτια του Soberish θα καθίσουν μια χαρά στα αυτιά του κόσμου που θα δει την Liz Phair στην επερχόμενη τουρνέ με την Alanis Morissette και τους Garbage. Άλλωστε, το κοινό που διψάει για μια αναβίωση του νέο-φεμινιστικού ροκ των 90s είναι περισσότερο σε πληθυσμό από οποιαδήποτε ψύχραιμη μαντεψιά.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #232

Marianne Faithfull with Warren Ellis – She Walks In Beauty

Σημαίνει πολλά για την ίδια τη Marianne Faithfull ο φετινός της δίσκος, είναι φανερό. Δεν πρόκειται για κάποια τυχαία καλλιτεχνική απόπειρα ή για κάποια ηχογράφηση ρουτίνας. Η τραγουδίστρια έχει αφήσει στη λήθη του χρόνου κάποιες «έντεχνες» αγκυλώσεις της και αφήνεται με εμπιστοσύνη στην άχρονη γοητεία των καλοκεντημένων μουσικών χαλιών που της στρώνει ο Warren Ellis. Μας απαγγέλει, λοιπόν, με θεατρική αύρα και με πειθώ, τα σπουδαία λόγια που άφησαν πίσω τους οι ρομαντικοί ποιητές της Αγγλίας. Ο Ellis επιχειρεί να βάλει σε μια σειρά τους σκόρπιους βιολισμούς, τα ηλεκτρικά ηχοτοπία του Brian Eno και τις ατμοσφαιρικές μελωδίες. Με αυτά τα συστατικά καταφέρνει και ρίχνει ένα γοητευτικό, αχνό φως στην τιμημένη αναγνώστρια της ποιητικής βραδιάς.

Η Faithfull υπήρξε ένα έμβλημα της pop που στα νιάτα της μετουσίωνε σε εικόνα το συνεχές πάρτι του swingin’ Λονδίνου και ίσως γι’ αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο εναγκαλισμός της με τον ποιητικό λόγο αλλά και με τα ιδανικά μιας παλαιότερης εποχής, τόσα χρόνια μετά το τέλος του ξέφρενου πάρτι. Βέβαια, δεν θα προκαλέσει σοβαρές συγκινήσεις αυτός ο φόρος τιμής στον ρομαντικό λόγο των περασμένων αιώνων, όσο εύγλωττος και να είναι, καθώς συχνά το άλμπουμ βρίσκεται εγκλωβισμένο ανάμεσα στην ειλικρίνεια και την παρωδία του ίδιου του εαυτού του.

Είναι εμφανές ότι η Marianne Faithfull λατρεύει τα λόγια του John Keats και του Byron και έχει μια βαθιά κατανόηση και αγάπη για τον Percy Bysshe Shelley και τον William Wordsworth. Αφήνει το γρέζι στη φωνή της να φανεί και απαγγέλει με τη φυσική φθορά της υπερήλικης, δίνοντας «μεταφυσική» σημασία σε κάθε στίχο, σαν να είναι τα λόγια που θα συνοδεύουν την τελευταία της πνοή.

Προτιμώ να εντοπίζω και να απολαμβάνω τον αρχοντικό στόμφο και την κουρασμένη  μεγαλοπρέπεια της Faithfull και να εστιάζω στον κατανυκτικό μουσικό τάπητα στον οποίο πατάει. Προσπερνάω με λίγη καλή θέληση την ενοχλητική σκέψη ότι παραείναι βολεμένη μέσα στη ζεστή θαλπωρή του κλασικού λόγου και ότι μας κοιτάζει αφ ̓ υψηλού, από τη νωχελική ντάγκλα της μεγαλοαστικής ψυχαγωγίας του σαλονιού. Γιατί μπορεί να σημαίνει πολλά για την ίδια τη Marianne Faithfull αυτός ο δίσκος, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να σημαίνει αυτομάτως πολλά και για εμάς.

Posted in 3 | Leave a comment

Θα ακούς εμάς ή τα τρολ;

Έπαψαν να μοσχομυρίζουν αγιόκλημα οι αυλές αυτών που μεσουρανούσαν στη χρυσοπληρωμένη φούσκα των 90’s. Βλέπεις, διέπρεψαν στο ρόλο των εναλλακτικών ποιητών, των φτασμένων δημαγωγών της (δανεικής) αισθητικής και των διορατικών δοκιμιογράφων, οι οποίοι ήταν παγιδευμένοι σε σώμα μισθωτού των ελληνικών media. Ξαφνικά ο τραγουδιστής της μπάντας έσπρωξε το μικρόφωνο προς το ακροατήριο, λέγοντας: «δικό σας». Το ετερόκλητο κοινό που για χρόνια μοσχοπλήρωνε τα εισιτήρια στα μηνιάτικα ή εβδομαδιαία κονσέρτα τους, άρχισε να τραγουδάει μόνο του τα ρεφρέν, άρχισε να κοιτάζεται αντί να χαζεύει αποσβολωμένο την ακριβή σκηνή, να συνεννοείται, να σχηματίζει παρέες με κοινά χαρακτηριστικά και να διασκεδάζει καλύτερα. Στο πάνω διάζωμα έλεγαν μπαλάντες, στο κάτω διάζωμα χτυπιόντουσαν σε uptempo ρυθμούς. Αντάλλαζαν απόψεις με όσους εντόπιζαν ότι έχουν κοινό κώδικα. Απέφευγαν τους ακραίους οπαδούς. Και όλο αυτό οι δύσμοιροι στη σκηνή το έβλεπαν απλά σαν έναν «διχασμό». Κάπως έτσι, οι λαοπρόβλητοι έβγαλαν αιχμηρά νυχάκια και τα τίναζαν στον αέρα. Και όποιον πάρει ο χάρος. Και με τη γλύκα στο βλέμμα κάποιου που μόλις κατάπιε δυο κιλά λεμόνι, αντιμετωπίζουν τον ίδιο κόσμο που κατάπινε για χρόνια το παραμύθι τους, σαν επιτιθέμενα Ορκ, που τάχα μου έρχονται αφιονισμένα για να τους πετάξουν κλοτσηδόν από τον φθαρμένο θρόνο τους. Έλα όμως που κανείς δεν θέλει την αποκαθήλωση κανενός «σπουδαίου» από βίτσιο. Κανείς δεν μάχεται τις «αξίες» για χόμπι. Απλώς οι ξερές εντυπώσεις δεν πιάνουν μια πλέον στο σημερινό χρηματιστήριο «αξιών».

Είναι φυσιολογικό η ολοένα μεταβαλλόμενη και ζωηρή «σοσιαλμιντιακή» ελευθερία του λόγου να κρύβει πολλά δεινά. Όμως, αν στέκεσαι μόνο στην πληκτρολογημένη χυδαιότητα και βλέπεις έναν γηπεδικό όχλο, τότε σημαίνει ότι κάτι συμβαίνει εδώ και δεν έχεις ιδέα τι γίνεται, έτσι δεν είναι κύριε Τζόουνς; (όπως έλεγε ο Dylan στο “Ballad of a Thin Man”).Τουλάχιστον ξεπεράσαμε τους αμαθείς συνεντευξιάζοντες, τα άρθρα γνώμης που έσταζαν σαλάκι στην εκάστοτε εξουσία, τα λυγμόλαλα editorial που έμπλεκαν την ποίηση με τα trends της εποχής για να καμώνονται τα βαθυστόχαστα και τις ηδονοβλεπτικές δηθενιές που έκαναν “κλικ” σε όσους είχαν macho απωθημένα να κάνουν σεξ οδηγώντας με 150χλμ την ώρα πριν τα 30 τους. Ο μετωπικός αντίλογος, στα μάτια τους έγινε τρολοφρενίτιδα. Το σατέν σεντόνι πάνω στο οποίο οι ετερόφωτοι φορείς τυπωμένης αλαζονείας κυλιόντουσαν μεθυσμένοι από χαρά και στο οποίο αλληλοσυγχαίρονταν σαν εστεμμένες, τραβήχτηκε απότομα, από ψηφιακά χέρια. Το χαρτί μύριζε όμορφα και η τυπωμένη υπογραφή έδινε κύρος. Η ανηλεής πολυφωνία που αναδύθηκε από έξυπνα τηλέφωνα και υπολογιστές τσέπης, φταίει που το στερήθηκαν. Βγάζουν νύχια λοιπόν οι καλοζωισμένοι της άποψης γιατί έχασαν τα κεκτημένα και γιατί δεν αντέχουν να εισπνέουν τον καπνό από το τρένο του «τώρα» που τους προσπέρασε τσιρίζοντας μέσα στη νύχτα. Και τι δεν θα ‘διναν να οδηγούν την αμαξοστοιχία που οδηγεί στο “αύριο”. Όσο άσχημο, άγριο και απαιτητικό και να είναι αυτό. Όμως επιλέγουν εμμονικά να μιλάνε για τις χαμένες πατρίδες της εφημεριδίστικης και τηλεορασόπληκτης διανόησης του χθες. Κρίμα.

Δεν θυμάμαι κανέναν Λέοναρντ Κοέν στη δύση της καριέρας τους να βρίζει όσους κατεβάζουν παράνομα mp3 και όσους μαλώνουν στα σχόλια τραγουδιών του στο youtube. Επιλογές ζωής είναι αυτές.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #231

Still Corners – The Last Exit

Συνεχίζουν να υψώνουν καλλιτεχνικό ανάστημα οι Still Corners, με τη νεοψυχεδελική μελαγχολία τους να ακούγεται πιο «σκονισμένη» από ποτέ και ιδανική για να την απολαύσουμε σε αχανείς αυτοκινητόδρομους. Αυτή τη φορά είναι λιγότερο Purity Ring και Chairlift και περισσότερο Mazzy Star και Cowboy Junkies. Τα ανέμελα σφυρίγματα στο “Crying” και οι μυστηριώδεις κιθάρες ατο “A Kiss Before Dying” είναι μερικά μόνο από τα γλυκίσματα του δίσκου που σου φέρνουν ενστικτωδώς ωραίες μνήμες στο νου. Σαν εκείνα τα αμυγδαλωτά που τη στιγμή που τα δαγκώνεις, η άχνη ζάχαρη σε μεταφέρει αυτόματα σε ασφαλείς μυρωδιές της παιδικής σου ηλικίας.

Αν και η αθώα πλευρά της εσωστρεφούς ψυχεδέλειας παραμένει το βασικό συστατικό που εμπνέει τους λονδρέζους Still Corners στον 5ο τους δίσκο, The Last Exit, ο καπνισμένος αμερικάνικος ορίζοντας είναι το πολυτιμότερο φετίχ εδώ. Το ντουέτο έχει την ικανότητα να σουλατσάρει με στυλ στα ηχητικά είδη που το αφορούν, ντύνοντας με λαχουράτα χρώματα τραγούδια όπως το “Mystery Road”. Παράγουν, λοιπόν, μία κατάσταση ήπιας μέθης χάρη στα μεσόρυθμα, μελωδικά τραγούδια τους, υποσχόμενοι χαλάρωση και ομορφιά. Υπάρχουν ωραία τραγούδια εδώ, όμως δεν είμαι σίγουροςκατά πόσο μπορούν να εξασφαλίσουν ένα στέρεο στίγμα στην επικαιρότητα.Δεν υπάρχει καμία ανάγκη για πρωτοτυπία και επιπλέον το The Last Exit διακατέχεται από μια διστακτικότητα να τολμήσει να κινηθεί εκτός ενός ασφαλούς πλαισίου διάθεσης.

Η Tessa Murray τραγουδάει ήπια και απολαυστικά, στα γνωστά λημέρια της συννεφιασμένης, γυναικείας pop, χωρίς την επιτηδευμένη κατάθλιψη και χωρίς αυτάρεσκη πόζα. Στο “Static”, ακούγεται σαν να διασκεδάζει τους ανόρεχτους θαμώνες ενός ολονύχτιου diner σε μια λεωφόρο που συνδέει δυο αμερικάνικες μεσοδυτικές πολιτείες. Οι Still Corners έρχονται σε επαφή με τα ερεθίσματα που τους εντυπωσιάζουν τόσο, ώστε να θέλουν να τα κάνουν τραγούδια. Τα αισθητικά τους ραντάρ, όμως, αυτή τη φορά φεύγουν από τις ονειρικές απολαύσεις και προσανατολίζονται αλλού. Επιλέγουν να πουν τραγούδια που αφήνουν σκόνη πίσω τους. Όπως τη σκόνη που σηκώνουν τα αυτοκίνητα όταν βάζουν μπρος να φύγουν σε έναν άδειο χωματόδρομο.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #230

Slowthai Tyron

Λιγότερο από δυο χρόνια μετά ντεμπούτο του, o επιθετικός ράπερ Slowthai επιστρέφει και χτίζει με πιο στέρεα υλικά το καλλιτεχνικό προφίλ του σκεπτόμενου μα αμετανόητα αλιτήριου, που όμως ξέρει τι λέει. Ο κατά κόσμον Tyron Kaymone Frampton διοχετεύει με έξυπνο τρόπο την οργή του, είτε είναι απέναντι στην cancel culture (“CANCELLED”) είτε είναι απέναντι σε όσους θέλουν να τον κατατάξουν σε καλούπια (“VEX”). Δεν ξεχνάει όμως ότι το ζητούμενό του δεν είναι απλώς να εξαπολύσει κατάρες και κράξιμο κατά παντός υπευθύνου, αλλά να προκρίνει το ξεχωριστό στυλ του. Σε μερικά κομμάτια το πετυχαίνει εντυπωσιακά (“DEAD”). Το αυτάρκες σύνολο δεν περιέχει περιττές συνεργασίες για τη μαρκίζα, ούτε άστοχα ιντερλούδια για εντυπωσιασμό, ούτε υπερβολική διάρκεια, ώστε να πλαδαρέψει σε ύφος.

Η οργή καταλαγιάζει στο δεύτερο μέρος του δίσκου και αφήνει χώρο για μια πιο έντεχνη ενδοσκόπηση στα τραυματικά του βιώματα. Το καταφέρνει καλά, ειδικά στα τρία εξαιρετικά τραγούδια “push”, “nhs”, και “feel away” (στο τελευταίο, τον ενισχύει ο James Blake). Το καλό με τον Slowthai είναι πως εξακολουθεί να μη τον ενδιαφέρει να παίξει με τις ευκολίες της macho συμπεριφοράς των ομογάλακτών του στο μικρόφωνο και να μιλήσει με αυθεντική φωνή, δίχως την έπαρση και τον σολιψισμό που κουβαλάνε όσοι θέλουν απλώς να μιμηθούν τον Dizzee Rascal ή τους Streets.

Όλα όσα απασχολούν σοβαρά τον νεαρό ράπερ περνάνε μέσα από τις λεκτικές μανούβρες του. Οι μνήμες από τα νεανικά αδιέξοδα της εργατικής τάξης στο Νορθάμπτον, οι κίνδυνοι στις γειτονιές και το εργατικό αδιέξοδο στην μετά-Brexit εποχή, ξορκίζονται μέσα από την ταχυλογία των στίχων και μένει στον ακροατή το πνιγηρό συναίσθημα ενός ανθρώπου που αναγκάζεται να συμφιλιωθεί με έναν κόσμο που δε χωνεύει καθόλου.

Το Tyron έχει κάμποσες αρετές: την ανήσυχη γκάμα σκέψεων, το μενού από samples και τα ζωηρά θέματα που διαθέτουν μία βαρύνουσα σοβαρότητα παραπάνω. Όλα αυτά δείχνουν την ικανότητα του Slowthai να «παίζει» σε όποιο εναλλακτικό τερέν θέλει, αν και βέβαια έχει αρκετό δρόμο ακόμη μπροστά του, μέχρι να θεωρηθεί ολοκληρωμένος και επιδραστικός δημιουργός για τη γενιά του.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #229

Foo Fighters – Medicine At Midnight

Αν αποπειραθούμε με τη μνήμη μας να κάνουμε μια ανασκόπηση στην 25ετή καριέρα των Foo Fighters, θα μας έρθει στο μυαλό ο Dave Grohl να κάνει κάτι αξιολάτρευτο στο YouTube, να ολοκληρώνει γενναία μια συναυλία με σπασμένο πόδι, να λέει κάτι πνευματώδες σε ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, να κάνει μια ωραία εμφάνιση στο SNL, να κάνει ντουέτο με τον Rick Astley ή με ένα 10χρονο πιτσιρίκι, να είναι χαμογελαστός δίπλα σε ένα icon ή να παίζει στην ορκωμοσία του Δημοκρατικού προέδρου και όλα να είναι υπέροχα. Τα πάντα γύρω από τον Dave Grohl τον κάνουν να μοιάζει με κάτι σαν τον Keanu Reeves της μουσικής. Μια θετική περσόνα που εμπνέει τιμιότητα και που κανένας δεν έχει λόγο να μη συμπαθεί. Αυτό που δεν θα έρθει εύκολα στο μυαλό μας, ειδικά από το 2000 και μετά, είναι η μουσική του συγκροτήματος. Όχι πως δεν έχουν γράψει όμορφα και αξιόλογα πράγματα οι Foo Fighters: το Wasting Light (2011) και το Sonic Highways (2014) ήταν μια χαρά δίσκοι, με πλούσιο υλικό. Και στον φετινό, 10ο στη σειρά δίσκο τους, Medicine at Midnight, φαίνεται ότι έχουν σπουδάσει άριστα όλες τις μορφές του ηλεκτρικού rock της δεκαετίας του ’70, με όλα αυτά τα “na na na”, τα “ohhhh”, τα εκρηκτικά solo και τις κραυγές εκτόνωσης.

Αυτό που κάνει τους Foo Fighters τόσο καλούς διασκεδαστές είναι η συνθετική αντίληψη του Grohl: καθαρή, με πηγαία αθωότητα και βαθιά πίστη στο ορθόδοξο –uptempo κυρίως– rock’n’roll τραγούδι. Ωστόσο, εκεί που αντιμετωπίζω συχνά ένα άλυτο πρόβλημα με τους αξιολάτρευτους Foo Fighters είναι στο ότι η ζυγαριά γέρνει συχνά υπέρ τους εξαιτίας της ενστικτώδους συμπάθειας που πηγάζει από τις αναμνήσεις που προανέφερα. Με απλά παραδείγματα, δεν ξέρω με σιγουριά εάν ο funky tempo ρυθμός του ομώνυμου “Medicine at Midnight” μου φέρνει στο μυαλό τους Rolling Stones (έστω, μετά το 1994) και το επιθετικό “No Son Of Mine” μου φέρνει στο μυαλό την πιο εμπορική πλευρά των Queens Of The Stone Age. Γιατί μου είναι επίσης αγαπημένα ονόματα και τους βάζω στην ίδια οικογένεια με την πρόσχαρη εικόνα του Grοhl. Δε μου φέρνουν στο μυαλό τον Kid Rock ή τον David Coverdale ή ακόμα και τον Billy Squier (βάλτε τη δική σας ανάλογη hating list στη θέση τους), επειδή μου είναι προσωπικά αντιπαθείς. Τα καινούρια τραγούδια των Foo Fighters από μόνα τους, δεν είμαι βέβαιος ότι είναι ανώτερα από τα συνήθη single των «αντιπαθητικών» που προανέφερα ή ότι έχουν παραπάνω δύναμη να διεκδικήσουν χώρο στην καρδιά ενός ακροατή και να μείνουν εκεί στο πέρασμα του χρόνου.

Το σίγουρο είναι ότι οι Foo Fighters εκτελούν με αξιοπρέπεια όλα τα κλισέ του δυνατού, δεινοσαυρικού rawwwk ήχου που προτιμάει να βγαίνει από φθαρμένα ηχεία. Προσφέρουν αυτή τη διαχρονική αγκαλιά από κιθάρα, μπάσο και ντραμς που έχει ανάγκη όλο και περισσότερο ο σημερινός μουσικόφιλος, ο οποίος εκτίθεται σωρηδόν σε καινούργιες πειραματικές φόρμες, μόνο και μόνο για να νιώσει άδειος την αμέσως επόμενη στιγμή που μία νέα ηχητική μόδα θα του υποσχεθεί εκ νέου ότι βρήκε το χώρο του για να ανήκει. Ο μεγαλοπαραγωγός Greg Kurstin (Adele) προκρίνει στα τραγούδια την ενέργεια του καθαρού fun και τα βοηθάει να αναδειχθούν στα κυβικά του ανθεμικού mega-rock (φυσιολογικό για μια μπάντα που από τα ξεκινήματά της διατράνωσε την πρόθεσή της να παίξει σε αρένες παρά στο μέσο κλαμπάκι των 500 ατόμων). Για όσους ενδιαφέρονται, υπάρχουν και γοητευτικές στιγμές όπως το “Shame Shame” αλλά και τραγούδια «καγκούρικης» αδρεναλίνης όπως το “Cloudspotter”. Υπάρχει η ωραία ψυχεδελική μπαλάντα “Chasing Birds” αλλά και η βλάχικη ματσίλα του “Waiting On A War”. Όμως, τίποτα μέσα στο άλμπουμ δεν θα σας προγκήξει σοβαρά και τίποτα δεν θα σας συγκινήσει αληθινά.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #228

Paul McCartney

McCartney III

Έχει σημασία το ότι συμπληρώνεται μια «τριλογία» με το καινούριο, 18ο (ή 25ο, αναλόγως με το πώς αντιλαμβάνεστε τη δισκογραφία των Wings) δίσκο του Macca; Προφανώς και έχει. Άλλωστε, ακόμη και σήμερα συγκινεί πολύ κόσμο οποιαδήποτε ιστορική λεπτομέρεια, οποιοδήποτε ρεκόρ και οποιοδήποτε ανέκδοτο ή αναπαλαιωμένο εύρημα θρέφει τη μυθολογία των Beatles, των Wings και του Paul McCartney προσωπικά. Όπως συνέβη με το McCartney (1970) και το McCartney II (1980), έτσι και το φετινό McCartney III βρίσκει τον πατέρα όλων των pop τραγουδοποιών που σέβονται τον εαυτό τους, να είναι μόνος του στο στούντιο, να χειρίζεται όλα τα όργανα και να επιβλέπει απόλυτα τη διαδικασία της ηχογράφησης. Αποκλεισμένος εξαιτίας της καραντίνας στο σπίτι του στο Σάσσεξ, χωρίς καμία “band on the run” στο πλευρό του, ο McCartney παίζει με γνησιότητα και αρχοντιά με τους αρμούς της καινούριας του συγκομιδής ιδεών.

Ο Paul McCartney απλώνει τις μελωδικές του ιδέες – άλλες τρυφερές και άλλες σαρδόνιες – και δεν επιτρέπει στις φυσικές ρυτίδες του να φανούν στα ολόφρεσκα τραγούδια. Λες και ο χρόνος δεν του έχει αποστερήσει τους φυσικούς του χυμούς. Χωρίς να ακούγεται σαν σκιά του δαφνοστεφανωμένου παρελθόντος του, στέκεται μπροστά στην κονσόλα αντιμέτωπος με μια σειρά δυνατοτήτων και περιδιαβαίνει αγέρωχα τις μελωδικές του διαδρομές.

Δεν μπορώ παρά να καγχάσω όταν σκέφτομαι τους νεαρούς «τραγουδοποιούς δωματίου» να ιδρώνουν στις υπερωρίες για να βάλουν σε μια σειρά σε επίπεδο ενορχήστρωσης αυτά που ο Wingman τα έχει λυμένα στο κεφάλι του από το πρωί που ξυπνάει και πίνει τον καφέ του. Ακούστε με τι στυλ διαχειρίζεται τη βελούδινη ψυχεδέλεια στο συναρπαστικό “Deep Deep Feeling” στο οποίο τραγουδάει με εκείνη τη γλυκόπικρη διάθεση που έχει ένας εραστής που δεν τον καίει πια η θύελλα της ερωτικής κατάκτησης. Αφεθείτε άφοβα στη θυελλώδη όρεξη του “Slidin’”, στην πιανιστική ζεστασιά που απελευθερώνει του “Women and Wives” και στον ελκυστικό R&B ρυθμό του “Deep Down”.

Ο ΜCCartney δεν έχει καλλιτεχνικές εκκρεμότητες να τακτοποιήσει. Η κληρονομιά του και η θέση του στην ιστορία είναι δεδομένη. Επομένως, οι αξιολογήσεις και οι βαθμολογίες μας είναι ήσσονος σημασίας. Εντελώς τυπικά δεν θα του αφήσω το «οκτάρι» μόνο και μόνο γιατί αυτό το τρίτο μέρος είναι το λιγότερο πειραματικό της τριλογίας και γιατί ο μουσικός, στην τελευταία φάση της καριέρας του, μας έχει χαρίσει και πιο προσωπικά άλμπουμ, όπως το Chaos and Creation in the Backyard (2005).

Στο τέλος μιας ζοφερής χρονιάς, που και ο ίδιος βίωσε απομονωμένος, ο McCartney μας προσφέρει ένα μπουκέτο τραγούδια που δεν κουβαλάνε μονάχα μνήμες (μόνο το “Seize the Day” είναι το κλασικό «μακαρτνεϊκό» κομμάτι), αλλά φανερώνουν για πολλοστή φορά το σύγχρονο φίλτρο ενός συνθέτη που η αιώνια μουσική παλέτα του δεν έχει πάψει εδώ και εξήντα χρόνια να αποπνέει υγεία, ρομαντισμό και ζωή.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #227

Smashing Pumpkins

CYR

Ακούγοντας τον νέο δίσκο των Smashing Pumpkins, ένιωσα σαν να παρακολουθώ μια βαρετή πασαρέλα μόδας, στην οποία τα μοντέλα περνούσαν το ένα μετά το άλλο, σε ίδιο βηματισμό, σε τακτικούς χρόνους εμφάνισης, φορώντας πανομοιότυπα ρούχα σε ίδια χρώματα.

Θα εξηγήσω τι εννοώ.

Έχουν βγάλει σπουδαία διπλά άλμπουμ οι Smashing Pumpkins στο παρελθόν. Και παρόλο που μετά το τέλος της παραδοσιακής δισκογραφίας οι όροι έχουν μετασχηματιστεί (τίποτα δεν σημαίνει πια ο «διπλός δίσκος» ή το «πρώτο single»), κάποιες έννοιες, διατηρούν τη σημασία τους. Ένας δίσκος είναι μεγάλης διάρκειας (διπλός) γιατί υπηρετεί ένα concept, γιατί προσφέρει ένα ταξίδι διαρκείας στον θεατή: με ιντερλούδια που κόβουν τη ροή, με ακουστικές μπαλάντες που καθαρίζουν την πυκνή καθαριστική ατμόσφαιρα, με επικά τραγούδια μεγάλης διάρκειας που πειραματίζονται και συνυπάρχουν με τα φιλικότερα προς το ραδιόφωνο κομμάτια.

To CYR δεν δικαιολογεί το μέγεθός του, καθώς πρόκειται για ένα πακέτο 20 τραγουδιών, με σχεδόν ίση διάρκεια (από τρία έως τεσσεράμισι λεπτά το καθένα) με επαναλαμβανόμενη χρήση των synths, με πανομοιότυπες νεοκυματικές μελωδίες, τα οποία ο Billy Corgan τα έριξε όλα μέσα, γιατί δεν του πήγαινε η καρδιά να κόψει κανένα από την τελική διαλογή. Στο υπερφίαλο μυαλό του, μπορεί να αισθάνεται πληθωρικός συνθέτης και πολυγραφότατος ρόκερ, που αν κάτσει να γράψει έχει τον ασυμμάζευτο. Όμως, αυτός ο δίσκος των Pumpkins ακούγεται επίπεδος και φλύαρος. Κι ενώ δεν υπάρχουν κακά τραγούδια ή αποτυχημένες στραβοτιμονιές (αυτό μάλλον θα έδινε ανθρώπινο χαρακτήρα στο σύνολο παρά θα αφαιρούσε) όλα είναι εξοντωτικά υπολογισμένα.

Κάπως έτσι ακούγεται το rock της ευεξίας, για αποτοξινωμένους πλέον ανθρώπους που κουβαλάνε new wave μνήμες, αλλά δεν έχουν καθόλου ερωτικές περιπέτειες και παθιασμένες αγωνίες για να τις θρέψουν με νέες μελωδίες.

Επειδή ο Corgan παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά, αντιλαμβάνεται τη δισκογραφία του με σίκουελ, πρίκουελ, τριλογίες – λες και έχει σημασία να σχεδιάσεις 5EP των 6 τραγουδιών ή μια τριλογία δίσκων των 28 τραγουδιών για το καθένα. Δικαίωμά του, βέβαια, αλλά έτσι θα τον κρίνουμε κι εμείς που τον είχαμε λατρέψει όταν έβγαζε αριστουργήματα, χαρτογραφώντας τον εξωτικό πλανήτη alt rock με τα Siamese Dream (1993) και Mellon Collie & the Infinite Sadness (1995). Η ραχοκοκαλιά εκείνων των δίσκων σκιαγραφούσε μια μουσική ιδιοφυΐα που με τρυφερότητα και ωμή ειλικρίνεια τραγουδούσε με την ασυνήθιστα πνιχτή, ακανθωτή και χαδιάρα φωνή του, όσα βασάνιζαν το παράξενο μυαλό του κάτω από το ξυρισμένο κρανίο του. Όχι πια.

To CYR είναι ο πνευματικός διάδοχος του προηγούμενου δίσκου των Pumpkins με τον ανόητο τίτλο Shiny and Oh So Bright, Vol. 1 / LP: No Past. No Future. No SunΤώρα, γιατί δεν λέγεται αυτός ο δίσκος Shiny and Oh So Bright, Vol. 2 / LP: CYR κανείς δεν ξέρει, αλλά η αισθητική του εξωφύλλου παραπέμπει στο δεύτερο μέρος μιας τριλογίας, που θα ολοκληρωθεί το 2022 (;). Ο λόγος που φλυαρεί και αυτό το κείμενο με αυτές τις άχρηστες και βαρετές πληροφορίες είναι για να επισημάνω πως όλα αυτά τελικά δεν αφορούν κανέναν, παρά μόνο τον άλλοτε σπουδαίο frontman, ο οποίος έχει πέσει σε τέτοια παγίδα εγωπάθειας και αλαζονείας, που ενώ έχει εξαιρετικό ταλέντο στο να γεννάει rock μελωδίες και ενώ δεν πέφτει σχεδόν ποτέ κάτω από ένα αρραγές επίπεδο ποιότητας, ασχολείται τόσο με το «φαίνεσθαι», που δεν απασχολεί κανέναν. Παρά μόνο κάποιους ανθρώπους που έχουν new wave μνήμες αλλά καθόλου πάθη και αγωνίες για να τις θρέψουν με νέες μελωδίες, είπαμε.

Φυσικά στο δίσκο υπάρχουν synth rock στιγμές που είναι πληθωρικές, κάποια riff που είναι χορταστικά και η γεμάτη νευρώσεις χροιά του Billy παραμένει ανεπιτήδευτα θηλυκή, δίνοντας κάτι ρολαριστό στο σύνολο. Το CYR είναι αισθητά βελτιωμένο από την μονοκόμματη προσέγγιση του Rick Rubin που είχε χαντακώσει το Shiny and Oh So Bright, καθώς ο παραγωγός είχε καθαρίσει με Dettol τα τραγούδια και τα είχε απολυμάνει, σε βαθμό που έμοιαζαν ψεύτικα.

Πόσο αλάνθαστα θα μπορούσαν να είχαν ωριμάσει σήμερα οι Pumpkins αν ο Corgan δεν είχε μεταλλαχθεί σε ψεκασμένο, new age συντηρητικό, που τρώγεται με τα ρούχα του και την κυκλοθυμία του. Πόσο άψογα θα μπορούσαν να μεταδίδουν απλόχερα τα εξωστρεφή και επιθετικά τραγούδια τους. Πόσο αγέρωχα θα μπορούσε να κυλάει το rock ‘n’ roll από τα μπατζάκια τους. Όμως, δεν υπάρχει δεύτερο επίπεδο σε αυτά τα είκοσι τραγούδια. Δεν υπάρχουν σκάλες ρομαντισμού. Δεν έχουν πνευματικό κόσμο. Δεν συγκρατείς με τη μνήμη σου κανένα. Όλα έχουν ίδιο ύψος, ίδιο κούρεμα, ίδια φωνή και κάνουν πασαρέλα με το φόρεμα. Δεν χρειάζεται να τα ακούσεις όλα. Όχι γιατί έχεις κάτι σοβαρό να τους προσάψεις, αλλά γιατί κάτι σε ωθεί να παρατήσεις στη μέση το δίσκο, να ευχηθείς στον υπόλοιπο να είναι καλότυχος και καλοτάξιδος και κάπως έτσι, να χωρίσουν οι δρόμοι σας και καληνύχτα.

Ο Corgan δήλωσε ότι του χρόνου θα ακολουθήσει το τρίτο μέρος μιας τριλογίας που θα ολοκληρώνει το ταξίδι Mellon Collie (1995) και του υποτιμημένου Machina (2000). Αυτή θα είναι η τελευταία ευκαιρία για να μας ξανακάνουν να τους αγαπήσουμε μετά από είκοσι χρόνια. Ελπίζουμε σε ένα ειλικρινές και ξέφρενο πανηγύρι, ακόμα και με τίμιες αστοχίες. Ας ρισκάρουν στο στούντιο και ας πέσουν με το κεφάλι ψηλά. Τα ροκ παιδιά που ανδρώθηκαν στην Generation X και τα οποία χρωστάνε πολλά στην εναλλακτική αισθητική των πρώιμων Smashing Pumpkins θα τους κρατήσουν ζωντανούς. Αυτό που δεν θα τους συγχωρήσουν, θα είναι μια ακόμη clean cut παρέλαση τεχνοκρατικών τραγουδιών-κλώνων.

Posted in 3 | Leave a comment

Mank: Στο Μυαλό του Herman J. Mankiewicz

Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα σχετικά με το Mank που διαβάζουμε κι ακούμε δεξιά και αριστερά. Το Mank δεν έχει να κάνει με το «παρασκήνιο» ή με το “making of” (όπως συνηθίζουν να λένε τα ντοκιμαντέρ που κρύβονται στα extra features των Blu-ray) του Πολίτη Κέιν. Επίσης το Mank δεν ασχολείται με τη ζωή και τις πράξεις του Orson Welles. Δεν ασχολείται καν με το στουντιακό παρασκήνιο του Χόλιγουντ, που προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά το οικονομικό κραχ και που έβαλε άνω τελεία στη χρυσή εποχή του 1930 και των πρώτων talkies.

Η 11η ταινία του David Fincher ασχολείται με την «αρχή» του Κέιν και κάθε σοβαρής κινηματογραφικής δημιουργίας. Αναζητά το Rosebud της ίδιας της ταινίας του 1941, η οποία αποτέλεσε manual, αλφαβητάρι και ιερό δισκοπότηρο για κάθε αξιόλογο σκηνοθέτη που εργάστηκε έκτοτε στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Και βρίσκω τουλάχιστον συγκινητικό το ότι ένας σκηνοθέτης που σφράγισε αισθητικά και οπτικά τη γενιά του όσο ελάχιστοι, ένας mainstream σκηνοθέτης που γεννήθηκε μέσα από το στυλιζάρισμα της εικόνας, που έχει «καταπιεί» στην κοιλιά του το κάδρο, που ανδρώθηκε στη διαφήμιση και το video clip, που αναπνέει εικόνες, στην ωριμότερη φάση της ζωής του, αναζητά τον Ροδανθό της δημιουργίας και υποστηρίζει ότι ο γραπτός λόγος είναι η αρχή όλων. Ο ρηξικέλευθος τεχνίτης που μιλάει με εικόνες και δεν τον χωράει η τεχνολογία της εποχής του για να στήσει άρτια τεχνικά κάδρα, ξεδιπλώνει το νήμα της δημιουργίας και καταλήγει σε έναν άνθρωπο που ετοιμάζεται να πληκτρολογήσει σε μια λευκή σελίδα. Τι μεγαλείο από έναν σκηνοθέτη που δεν έχει γράψει ούτε μια γραμμή διαλόγου, να αποτίει τέτοιο φόρο τιμής στους συγγραφείς, τους script doctors και στη δύναμη του γραπτού λόγου.

Πολλοί βιάστηκαν να πάρουν τις δάδες στο χέρι και να κάψουν τον βλάσφημο φιλμ που τολμά να υπονομεύσει (!) το “bigger than life” μεγαλείο του Welles και να χαλάσει το ωραίο αφήγημα του 24χρονου auteur που περπατούσε στο νερό, άλλαξε το σινεμά με μια ταινία και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του διωκόμενος από τα στούντιο γιατί διέπραξε ύβρη. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει φυσικά. Ο Welles δεν ολοκλήρωσε ποτέ ταινία στη ζωή του γιατί ένιωθε πολύ σπουδαίος για να πει ότι κάτι δικό του είναι ολοκληρωμένο και γιατί ήταν εξαντλητικά απείθαρχος. Και φυσικά το πρώτο draft (ξαναλέω, το πρώτο draft) του Πολίτη Κέιν άνηκε εξολοκλήρου στον Herman J. Mankiewicz. Όσοι γνωρίζουν έστω τα ελάχιστα γύρω από τη διαδικασία κατασκευής ενός φιλμ ξέρουν ότι από το πρώτο draft μέχρι το shooting script και από το γύρισμα μέχρι τη μονταζιέρα, το σενάριο μπορεί να αλλάξει άρδην. Ο Welles ήταν μια χαρισματική, αναρχική, ιδιοφυής προσωπικότητα που «είδε» το σενάριο γι’ αυτό που είναι, που το προσάρμοσε σε μεγέθη αριστουργήματος και σκηνοθέτησε το φιλμ με τρόπο αισθητικά ανυπέρβλητο. Το πρώτο draft του Mankiewicz στα χέρια του John Ford ή του Howard Hawks ακόμη (όποιον θέλετε βάλτε στη θέση του αφηνιασμένου και ασυγκράτητου Welles εκείνης της εποχής) θα ήταν απλώς ένα καλό βιογραφικό δράμα, στην καλύτερη περίπτωση. Όπως θα ήταν το Se7en το 1995 αν θα το σκηνοθετούσε π.χ. ο Ridley Scott ή ο Ron Howard. Οπότε, ας ξεμπερδέψουμε με τις αστειότητες σχετικά με το αν η ταινία αμφισβητεί την πατρότητα του Κέιν ή αν μειώνει τη συμβολή του Welles, όπως λένε διάφοροι.

Η συγγραφή του fictional biopic σχετικά με τον μεγιστάνα του τύπου και τον εκπρόσωπο του κεφαλαίου στην καρδιά της τραυματισμένης οικονομικά Αμερικής που θεράπευσε της οικονομικές πληγές του 1939, με… περισσότερο καπιταλισμό, ήταν στην ουσία μια πράξη εκδίκησης του Mankiewicz στα μεγάλα παιδιά που δεν τον καλωσόριζαν, καθώς ήταν άβολος για τα μεγάλα σαλόνια. Το σενάριό του ήταν ένα αριστοτεχνικά γραμμένο, μεθυσμένο γράμμα περιφρόνησης προς τα μεγάλα αφεντικά που στέκονται αδαείς απέναντι στον επερχόμενο όλεθρο του ναζισμού, που αναμασούσαν απροβλημάτιστα τις θεωρίες του Γκέμπελς. Που ξοδεύονταν σε αντισοσιαλιστικές θεωρίες, χωρίς να έχουν τη βασική κουλτούρα για να πολιτικολογήσουν σε βάθος και είχαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τους επέτρεπαν να ξερνάνε τον πρώιμο αντικομμουνισμό που θα τους σερβίρει ξαναζεσταμένο αργότερα ο Χούβερ, στις χλιδάτες συγκεντρώσεις τους με τις εκκολαπτόμενες starlet για ντεκόρ και τις σαμπάνιες (εκεί που ο Mankiewicz στο φιλμ θα τους επιστρέψει τον εμετό).

Ο ίδιος ο Mank δεν αισθάνονταν πολιτικοποιημένος ή μαχητής της εξουσίας και ήρθε αντιμέτωπος με την ίδια την ανημποριά του να υποστηρίξει έμπρακτα τις ανθρωπιστικές ιδέες του (π.χ. δεν αντιδρά στο υποκριτικό λογύδριο του Mayer για περικοπές μισθών). Αισθανόταν, μάλιστα, ότι δεν είχε τον αδαμάντινο χαρακτήρα που νόμιζε, ειδικά όταν συνέκρινε τον εαυτό του με τον υπάλληλο που υπέγραψε φιλμάκια προπαγάνδας, τον οποίο συνέθλιψε το βάρος της συνείδησής του (ας τολμήσουν να συγκριθούν μαζί του όσοι έμμισθοι διακινούν κομματικά fake news, 80 χρόνια αργότερα). Ο Gary Oldman ενσαρκώνει εκπληκτικά τον ήρωα, καταφέρνοντας να έχει στο βλέμμα του τις αξιοπρεπείς ήττες, χωρίς όμως να είναι αξιολύπητος ή μικρόψυχος και χωρίς να τον οδηγούν τα απωθημένα του –τι δύσκολος και απαιτητικός ρόλος, αλήθεια.

Όλες οι παραπάνω ματαιώσεις ζωής, θα ξεχυθούν σε καμιά διακοσαριά ακατέβατες σελίδες, σε μια περίοδο τριών εβδομάδων, όπου ο σεναριογράφος, καθηλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, θα μετατρέψει μια ανάθεση ρουτίνας σε έργο ζωής. Όλες οι καταπιεσμένες μνήμες, οι λαθεμένες επιλογές που δεν τον συμπεριέλαβαν στο μεγάλο παιχνίδι, ο αυτοκαταστροφικός τζόγος και η ατολμία να συμμετέχει έμπρακτα στην χολιγουντιανή εμπειρία και στον γόνιμο διάλογο με το κοινό του θεάματος, τον έκαναν να τα δώσει όλα στο χαρτί, σε μια ύστατη καλλιτεχνική προσπάθεια. Το αποτέλεσμα ήταν η αριστουργηματική πρώτη ύλη, την οποία ένα παιδί θαύμα θα απογείωνε στην οθόνη σε μια εμβληματική ταινία. Αυτή την περίοδο μεθυσμένης, καμικάζι δημιουργίας εξερευνά το εικονοκλαστικό φιλμ του Fincher.

Όσο για το βαθύτερο νόημα της ταινίας που θα ενοχλήσει όσους προσκυνάνε τις αφίσες των auteurs και ανάβουν κεράκια στην ιερή και αμόλυντη μνήμη των ιερών και όσιων; Στη δημιουργία ενός αριστουργήματος μετέχουν πολλοί άνθρωποι. Από την γυναίκα στην οποία υπαγόρευε σκόρπιες μνήμες ο ίδιος ο Mankiewicz και τους τρεις μετέπειτα contributing writers, μέχρι τον Robert Wise που μόνταρε με τον τρόπο του τη σκηνή του πρωινού ανάμεσα στο ζευγάρι στον Κέιν, και από τον Bernand Hermann που έγραψε τη μουσική μέχρι τον Gregg Toland που φώτισε με τον τρόπο του το βάθος πεδίου στα εξπρεσιονιστικά πλάνα. Και ο καθένας από αυτούς αξίζει μια ταινία ξεχωριστά. Αυτό για κάποιο λόγο ενοχλεί όσους πιστεύουν ότι ο Welles περπατούσε στο νερό, με τα κακά studio να μην του δίνουν λεφτά να κάνει ταινία και να τον σταυρώνουν με στεφάνι από αγκάθια και σελιλόιντ. Ωραίοι αυτοί οι μύθοι, κόβουν εισιτήρια και πουλάνε βιβλία. Ευτυχώς, όμως, που και που έρχονται κάποιες καλόκαρδες δημιουργίες, που αγαπάνε βαθιά το σινεμά, που δεν ψωνίζονται με μύθους, αλλά μιλάνε για τους unsung heroes που βοήθησαν ακούσια στην ωρίμανση της κινηματογραφικής τέχνης.

Το Mank δεν αποκαθηλώνει τον Welles. Αντιθέτως, του δίνει credit που συνεργάστηκε με τους σωστούς ανθρώπους, που επέλεξε την σωστή ιστορία να πει και που την είπε στη σωστή χρονικά στιγμή. Καταλαβαίνουμε γιατί βιαζόταν να πάνε όλα μπροστά, γιατί έβραζε το αίμα του, αλλά και τους λόγους που δεν μπορούσε να ανεχτεί την αναβλητικότητα του αλκοολικού συγγραφέα του -ο οποίος, μάλιστα, ήταν τόσο ευθυνόφοβος που δεν μπορούσε καν να αποφασίσει αν θέλει credit ή όχι.

Αν έχει προβλήματα το Mank; Φυσικά. Κυρίως επειδή είναι πολύ απαιτητικό για τον μέσο θεατή και αποκλείει με σνομπισμό τους λιγότερο «διαβασμένους». Και επιπλέον, δεν σε παρασύρει εύκολα συναισθηματικά. Όμως πρόκειται για ένα φιλμ που δεν κοιτάζει την επίπεδη γιγαντοαφίσα ή την φωταγωγημένη προσωπογραφία του Wells, αλλά αφήνει χώρο στη δράση πίσω από τον ήρωα, ανοίγει το κάδρο της εποχής, ρίχνει φως στο βάθος πεδίου και κάνει τον θεατή να μην στέκεται στον πρωταγωνιστή που κοιτάζει ο φακός. Και όλα αυτά, σε άριστα δουλεμένο ασπρόμαυρο κάδρο και πυκνό μοντάζ στα πισωγυρίσματα στο χρόνο. Δηλαδή, εφαρμόζει με τον τρόπο του, όλα εκείνα για τα οποία φημίζονταν ο Πολίτης Κέιν και όλα όσα έμαθε από τη σκηνοθεσία του Welles. Υπάρχει καλύτερο tribute από αυτό;

Posted in 3 | Leave a comment

The Reagans

The Reagans (TV Mini-Series 2020– ) - IMDb

Οι ιστορικοί συσχετισμοί δεν οδηγούν πάντα σε ασφαλή συμπεράσματα και η απόσταση ανάμεσα στη γιάπικη, red white & blue υπερδύναμη του 1981 και στο βαλτωμένο Μητσοτακιστάν της οικονομικής και πνευματικής φτώχειας του 2020, είναι τεράστια. Ωστόσο το ντοκιμαντέρ του Sowtime με τίτλο “The Reagans” σε φέρνει αντιμέτωπο με τις στερεοτυπικές right-wing πολιτικές πρακτικές, οι οποίες σε αμερικάνικο έδαφος μεταλλάχθηκαν σταδιακά (σαν προϊόν τερατογέννεσης) στη “λευκή φιλελεύθερη υπεροχή” του Τραμπ.

Βλέποντας συνοπτικά την πορεία της σαθρής, υποκριτικής και κούφιας προσωπικότητας του 40ου προέδρου των Η.Π.Α. δεν γίνεται να αποφύγεις τον καγχασμό για τη φτηνή απομίμηση που κατέχει την εξουσία στην Ελλάδα. Αρκεί να ακούσεις τη ρητορική περί «κακού κράτους» από τους ίδιους ανθρώπους που το γιγαντώνουν για να αρμέγουν την “επιτελική” μηχανή πιο εύκολα. Την υπερχρέωση των προϋπολογισμών για τερατώδεις στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Την ασυλία της πλουτοκρατικής ελίτ μέσα από τη φούσκα του laissez-faire. Τον κυνικό ιδεασμό όσων αντιλαμβάνονται την πολιτική με όρους business administration. Το μένος απέναντι στα αυτονόητα δικαιώματα, στο κράτος πρόνοιας, στις συλλογικότητες, στην κουλτούρα γενικότερα. Ακόμη και το επικοινωνιακό –rich & famous– τρικ της υπέρκομψης πρώτης κυριούλας, όπου η «βασικιά» θαμπώνει με την επίδειξη πλούτου τις μικροαστές που ονειρεύονται σουλάτσο σε διάσημα σαλόνια.

Ο Ρέηγκαν ήταν ο «Great Communicator» που βασίζονταν στην επικοινωνία και όχι στην ουσία προκειμένου να μας πείσει ότι η απληστία είναι καλή και ότι η ισότητα πάει κόντρα στην ανθρώπινη φύση. Φυσικά, ο ίδιος αγνοούσε τα δεκάδες εκατομμύρια πολιτών που ήταν “εξαρτημένοι” από το μισθό τους. Οι μειονότητες στα 80’s οδηγήθηκαν και μια αληθινή εξάρτηση, το κρακ. Βέβαια στην Ρειγκανική Αμερική το αφήγημα της «ατομικής ευθύνης» έγινε σημαία, ειδικά στη γελοία “Just Say No” σταυροφορία κατά των ναρκωτικών. Άλλωστε η συντήρηση των πατροπαράδοτων αξιών ήταν πάντα η ρομαντική βιτρίνα των λιμασμένων της δήθεν ελεύθερης αγοράς. Και τελικά οι συσχετισμοί είναι ακριβείς ανάμεσα στην απέραντη βόρεια Αμερική του alpha male τεχνοκράτη που τον εξιτάρει το Wall Street porn και στη σημερινή Ελλάδα του μεσαιοταξίτη που χωρίς υγειονομικό δίχτυ προστασίας κάνει βουτιά στο κενό της δημοσιογραφικής μονοφωνίας και της mild απολυταρχίας, πτωχευμένος αλλά εμβολιασμένος με ελπίδα.

Posted in TV | Leave a comment

The Queen’s Gambit

Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για τη μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία της χρονιάς και αυτό αποδεικνύει ότι οι εγκάρδιες ιστορίες «επιτευγμάτων» θα είναι πάντα ακατάβλητες. Το The Queen’s Gambit (Netflix) αποτυπώνει την αχαλίνωτη φαντασία της παιδικής ηλικίας, ζωντανεύει γλαφυρά την κατάρα της παραπανίσιας δεξιότητας και προσφέρει ανυψωτική ψυχαγωγία στον θεατή.

Δομημένο σαν «ταινία άθλου», όπως ορίζεται από αθλητικά δράματα όπως το Rocky (1976) για παράδειγμα, μέχρι τις σύγχρονες ιστορίες αδιανόητου επιτεύγματος όπως το Whiplash (2014), η μίνι-σειρά περιγράφει σε επτά επεισόδια τη ζωή της Μπεθ Χάρμον, ενός ορφανού κοριτσιού που θα βρει ανέλπιστο σανατόριο στο σκάκι. Το μυαλό της θα συντονιστεί σχεδόν μεταφυσικά με τους άπειρους σχηματισμούς πιονιών στη σκακιέρα και η αχαλίνωτη φαντασία της θα περιηγηθεί σε νυχτερινές παρτίδες που θα βλέπει μόνο η ίδια σε ψυχεδελικούς σχηματισμούς στο ταβάνι.

Η εξαιρετικά «ακαδημαϊκή» (δεν είναι πάντα μομφή αυτή η λέξη) σκηνοθεσία του Scott Frank διαχειρίζεται τον εθισμό στα ηρεμιστικά χάπια, χωρίς να κρίνει και να κάνει exploitation των συνεπειών από την κατάχρησή τους. Θα αναπτύξει με διακριτικότητα την ιστορία ενηλικίωσης και γυναικείας χειραφέτησης, χωρίς διδακτισμούς και “girl power” ευκολίες. Θα μπολιάσει την ιστορία της πρωταγωνίστριας με ένα βαρύ «τραύμα», αλλά χωρίς να χρωματίσει με εφιαλτικά χρώματα το ορφανοτροφείο ή να φορτώσει με βαρίδια παιδικής κακοποίησης. Το ορφανοτροφείο ήταν κανονικό, με δημόσιους υπαλλήλους που έκαναν τη δουλειά τους και όχι κολαστήριο και οι γονείς της μικρής έκαναν ανθρώπινα, εξηγήσιμα λάθη.

Επίσης, ο σκηνοθέτης θα εξετάσει την εμμονή για διάκριση στο παιχνίδι χωρίς να αποθεώνει τον άμετρο ανταγωνισμό και να ευλογεί το κίνητρο για δόξα, ειδικά στον τρόπο που παρουσιάζει το μεγαλείο και την τιμιότητα των Ρώσων σκακιστών -σε οποιαδήποτε mainstream ταινία, οι αντίπαλοι θα ήταν αποκρουστικοί και δεν θα ήξεραν να χάνουν, ώστε να πάρουν ταπεινωμένοι το μάθημά τους από εκεί που τους αξίζει. Τέλος, η σειρά θα εξετάσει τις συνέπειες του σπάνιου χαρίσματος και της παραπανίσιας ευφυίας με λεπτότητα ανάλογη ενός Good Will Hunting (1997). Πραγματικά, το The Queen’s Gambit έχει τον λεπτό ρομαντισμό για τον οποίο ξεχώριζαν οι καλύτερες ταινίες της Miramax στη δεκαετία του ’90, καθώς δεν μεγαλοπιάνεται με μηνύματα για την ανθρώπινη θέληση, το κοσμοϊστορικό ταλέντο και άλλα τετριμμένα. Όλα αυτά, μέσα από ένα γάργαρο μοντάζ, που δεν αφήνει λίπος στη αφήγηση και δεν υπερφορτώνει την οπερέτα, αλλά τακτοποιεί τη αλληλουχία των σκηνών με συνέπεια, σαν αποτυπωμένη σε χαρτί χορογραφία των αναλώσιμων πιονιών που θα μας οδηγήσουν με ακρίβεια σε Ρουά Ματ.

Η ιστορία της φανταστικής σκακίστριας είναι βασισμένη σε βιβλίο του Walter Tevis που έχει υπογράψει και μια άλλη ιστορία ενός χαρισματικού ταλέντου στο Χρώμα του Χρήματος που είχε σκηνοθετήσει ο Martin Scorsese το 1986. Φυσικά, η σειρά έχει την τύχη να κοσμείται από την ερμηνεία της Anya Taylor-Joy, που, με το μαγνητικό βλέμμα της, δίνει ζωή σε ένα έκπτωτο πλάσμα, νευρωτικό και γοητευτικό μαζί, φθαρτό και απόμακρο, αυτοδίδακτο στο να κρύβει τις ικανότητές της για να μην την πάρουν χαμπάρι, που δεν γκρινιάζει, δεν πανηγυρίζει και δεν γίνεται role model για κανέναν και καμία, γιατί, σε τελική ανάλυση, δεν χρειάζεται. Καταφέρνει η άτιμη σε κάθε επεισόδιο να δείχνει ένα χρόνο μεγαλύτερη από της συσπάσεις του προσώπου της και μόνο, όχι από το μακιγιάζ και τα χτενίσματα. Και τελικά καταφέρνει και ενσαρκώνει καθηλωτικά ένα κορίτσι που αντιλαμβάνεται νωρίς ότι η σκακιστική της δεινότητα δεν θα αλλάξει τον κόσμο, ούτε καν τον κόσμο των αγαπημένων της και θα συνειδητοποιήσει ότι η μόνη της αγωνία στο εξής θα είναι να θυσιάζει τη βασίλισσα για να κερδίζει την παρτίδα και να μη γίνει ποτέ η ίδια αυτοθυσία στη σκακιέρα των πιθανοτήτων της ζωής.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #226

Kylie Minogue

Disco

I feel like anything could happen” τραγουδάει η Kylie Minogue στο “Magic” που ξεκινάει τον νέο της δίσκο. Δεν την πιστεύω. Για τους ίδιους λόγους που δεν πίστευα τους Black Eyed Peas όταν έλεγαν ότι “I gotta feeling that tonight’s gonna be a good night”.

Με εκπλήσσει δυσάρεστα το πόσο επιφανειακή αποδείχθηκε η φετινή ενασχόληση της Kylie Minogue με τη σημειολογία της disco. Πίστευα πως ένα αιώνια φρέσκο κορίτσι σαν την Kylie, η οποία έχει απενοχοποιήσει την ανάλαφρη χαριτωμενιά και έχει τιμήσει το περήφανα απροβλημάτιστο groove, θα έπαιρνε περισσότερο στα «σοβαρά» ακόμη και την «επιφανειακή» διάσταση του είδους που έθρεψε την καριέρα της μέσα στα χρόνια. Και φυσικά στη διαδρομή αυτού του φόρου τιμής θα είχε την ευκαιρία να ξεφαντώσει αχαλίνωτα και γοητευτικά. Τελικά, το tribute της γλυκύτατης Αυστραλής στο εν λόγω μουσικό είδος, έμεινε στα προσχήματα και αποδείχθηκε τόσο κοινότοπο όσο και η selfie ενός κοριτσιού στο Instagram με vintage, απαστράπτουσα εμφάνιση και με το hashtag: #ilovedisco.

Τα κομμάτια στην 15η δουλειά της Kylie Minogue νομίζεις ότι αναφλέγονται αν ξεφύγουν από την πίστα και βγουν στο πρωινό φως. Υπάρχουν βέβαια και ευχάριστα τραγούδια, που εκπέμπουν κύματα αυθεντικής euro disco ευφορίας. Πρόκειται για ένα άλμπουμ που το πάνω χέρι το έχει η ουδετερότητα της ροδομάγουλης girly pop, με αποτέλεσμα να μην πλησιάζει τα επίπεδα των ανάλογων φετινών προτάσεων της Jessie Ware και της Roisin Murphy αλλά να τείνει περισσότερο στη Β’ εθνική της Dua Lipa.

Το καλύτερο κομμάτι είναι το “Last Chance” που αναβιώνει την ατμόσφαιρα του “Voulez Vous” των ABBA. Μια χαρά είναι και το “Ι Love It”, στο οποίο η Kylie προσπαθεί να ανέβει στα τακούνια της Diana Ross, αλλά και το “Where Does the DJ Go?” στο οποίο συμπεριφέρεται σαν ναζιάρα μπουμπού, που όμως έχει κατακτημένη εμπειρία στο μικρόφωνο, παραμένει στιλάτη και δεν ψάχνει απλά αφορμές για να ξεβρακωθεί. Υπάρχουν και άχαρες στιγμές όπως το “Dance Floor Darling”, το οποίο ακούγεται σαν demo που έγραψε η Madonna το 1983 και τελικά έμεινε έξω από το ντεμπούτο της.

Τα τραγούδια του Disco θέλουν ψυχαναγκαστικά να ασχοληθείς μαζί τους, χωρίς να προσφέρουν ικανοποιητικούς λόγους. Νιώθεις πως δεν είναι απλά εκεί για όσους ενδιαφέρονται να τα ακολουθήσουν, αλλά όταν δεν τα ακούει κανείς, θέλουν να κλείσουν τη μύτη τους και να σκάσουν από μοναξιά.

Posted in 3 | Leave a comment

US presidential Election 2020

US presidential Election 2020 results: which has been the closest election  ever? - AS.com

Αν οι επιπτώσεις του covid αργούσαν καμιά δεκαριά βδομάδες να φτάσουν σε αμερικάνικο έδαφος, ο Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν θριαμβευτής σήμερα. Ακόμη κι έτσι, η σοβαρή Κου Κλουξ Κλαν, το tea party on steroids, η τερατογένεση του white supremacy, ο Τραμπ δηλαδή, όχι μόνο δεν καταρρακώθηκε στην κάλπη, αλλά τον ψήφισαν 8.000.000 περισσότεροι άνθρωποι σε σχέση με το 2016.

Ήταν η ατσούμπαλη επικοινωνιακά, incorrect δημόσια υπεροψία του γύρω από τη μετάδοση του ιού που τελικά τρόμαξε τον ανώνυμο Joe the Plumber για την υγεία του και τον ώθησε να βγει από το σπίτι και να ρίξει έναν φάκελο (?) στο γραμματοκιβώτιο, ενώ υπό άλλες συνθήκες δεν θα έδινε δεκάρα να ψηφίσει, ούτε μέσω δωρεάν sms.

Τέσσερα χρόνια hillbilly ρητορικής, alt-right παράνοιας, αυτοσχεδιαστικού οχετού σε μικρόφωνα και συνεντεύξεις, σεξιστικής grab’em by the pussy συμπεριφοράς, διαφθοράς, παραπληροφόρησης, διπλωματικής άγνοιας, φιλελεύθερου αμοραλισμού, ηλίθιας συνθηματολογίας (lock her up-lock her up, build the wall-build the wall), συκοφαντίας, θρησκοληψίας, δωροδοκιών και εξόφθαλμου ρατσισμού, δεν είχαν απολύτως κ α μ ί α σημασία για τον μέσο αμερικάνο. Nada. Τουναντίον, ο Τραμπ βγήκε ισχυρότερος, πλουσιότερος και “δικαιωμένος” για τον πόλεμο που τσίριζε ότι δέχονταν από τα “μεροληπτικά” crooked media ύστερα από το πρωτοφανές κόψιμο της συνέντευξης τύπου που έδινε σε ζωντανή μετάδοση.

Φυσικά ελάχιστοι ψήφισαν τον υπέργηρο αχυράνθρωπο Μπάιντεν επειδή έχει κάποιο όραμα για οτιδήποτε. Αυτό που γιγάντωσε την ψήφο αποδοκιμασίας ήταν η ξεροκέφαλη άρνηση του Τραμπ να δείξει ότι νοιάζεται, με το να πει απ’ τον Απρίλιο ένα “βάλτε μάσκα” και αυτό που συσπείρωσε τελικά τις φωνές αντίδρασης ήταν η δημόσια υποτίμηση της νόσου από τον Λευκό Οίκο.

Με τρομάζει η απολιτίκ αντίδραση των λαών. Κάθε αμφιλεγόμενος ηγέτης οφείλει να ηττάται σε ιδεολογικό και σε πολιτικό επίπεδο γι’ αυτά ακριβώς που πρεσβεύει, διαφορετικά θα επιστρέψει ισχυρότερος. Είτε ο ίδιος, είτε κάποιος κλώνος του. Κι εκείνος δεν θα έχει πορτοκαλί δέρμα, ούτε θα τον ενδιαφέρουν οι βίζιτες, ούτε θα έχει χρυσό περουκίνι. Θα είναι φωτογενής, γλυκομίλητος, με καλή οικογένεια να τον στηρίζει και θα διαφημίζει με κάθε ευκαιρία το πόσο βάζει πάνω απ’ όλα τις ανθρώπινες (λευκές και πλούσιες αλλά δεν το λέμε) ζωές.

Posted in 3 | Leave a comment

We Are Who We Are & Grand Army: Η Generation Z στη Μικρή Οθόνη

Πολλές είναι οι σύγχρονες τηλεοπτικές σειρές οι οποίες προσπαθούν να καταγράψουν πειστικά τις αόρατες συμπεριφορές των εφήβων, για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των ίδιων. Λίγες ωστόσο είναι οι σειρές που προσπαθούν να προσεγγίσουν ή μάλλον να εξερευνήσουν το lifestyle τους. Η σειρά We Are Who We Are που υπογράφει ο Luca Guadagnino (Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου) κάνει μια απόπειρα να πλησιάσει το μυαλό μιας diverse παρέας η οποία εκφράζει το υπαρξιακό κενό μιας “wasted youth” που βρίσκεται σε πολιτισμική απόγνωση αλλά δημιουργεί τη δική της γνήσια αντι-κουλτούρα. Η δράση είναι τοποθετημένη σε μια φανταστική αμερικάνικη στρατιωτική βάση στη βόρεια Ιταλία. Η αιώνια indie darling Chloë Sevigny και η δυναμική Βραζιλιάνα Alice Braga υποδύονται το ζευγάρι λεσβιών που έχει την κηδεμονία του 14χρονου ήρωα. Πρόκειται για ένα εσωστρεφές αγόρι που άφησε πίσω του τον θόρυβο και την ελευθερία της Νέας Υόρκης για να προσαρμοστεί στην πειθαρχία της στρατιωτικής βάσης όπου υπηρετούν οι δυο μαμάδες του. Μέσα από την άβολη παρατήρηση των ομοίων του και μέσα από την εξερεύνηση της gender fluid συμπεριφοράς του, θα ενσωματωθεί συμπτωματικά σε μια ετερόκλητη ομάδα μπερδεμένων και ανήσυχων παιδιών.

Ο φακός του Luca Guadagnino παρατηρεί από απόσταση και καταγράφει με διακριτικότητα την στραβοχυμένη αδρεναλίνη, το αγχωμένο coolness, την αμήχανη γνωριμία με τις αλλαγές του σώματος και τα συναισθηματικά ξεσπάσματα οργής προς τους γονείς. Είναι παράξενο που ενώ η Sevigny ήταν κάποτε το icon που ενσάρκωνε την πνιγηρή εφηβεία της generation X μέσα από το σκληρό Kids (1995), τώρα είναι στο ρόλο της μαμάς. Η ακόρεστη σεξουαλικότητα και η αδιέξοδη καταπίεση των ηρώων στη σειρά, από καλλιτεχνική άποψη δεν είναι κοντά στον αμοραλισμό του Kids και περισσότερο πατάει στον καλαίσθητο ιμπρεσιονισμό του πρώιμου Gus Van Sant, κάτι που φαίνεται κυρίως στις πολλαπλές οπτικές στο ίδιο συμβάν ή στο εκτενές περπάτημα των ηρώων. Μπορεί οι πρωταγωνιστές του Guadagnino να μη λένε πολλά μεταξύ τους, αλλά υποστηρίζουν αυτό που υποδηλώνει ο τίτλος: «είμαστε αυτοί που είμαστε», αυτή είναι η μουσική μας, έτσι μας αρέσει να πηδιόμαστε και αν δεν σας αρέσουμε δεν δίνουμε δεκάρα.

Η σειρά, βέβαια, υποφέρει στην ανάπτυξη χαρακτήρων, καθώς η αυτοσχεδιαστική και ελεύθερη διάθεση μαρτυρά την απουσία δραματουργικού κέντρου βάρους. Υπάρχουν και εξαιρετικές σκηνές, όπως στο επεισόδιο που οι ήρωες κάνουν ένα αυτοσχέδιο φρενήρες «γαμήλιο» πάρτι σε ένα άδειο πολυτελές σπίτι. Μια σκηνή που ευτυχώς ο σκηνοθέτης δεν προσέγγισε μέσα από την ηδονοβλεπτική κλειδαρότρυπα του Gaspar Noé, αλλά την μπόλιασε με την ίδια σχεδόν μελαγχολία που είχε και η Sofia Coppola στο The Bling Ring  -όμως εκείνη την πρόδωσε ο συντηρητισμός της. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα της σειράς είναι η άγνοια του Guadagnino σε σχέση με το μυαλό αυτών των παιδιών. Έχει καλές προθέσεις, αλλά η έμφυτη τάση των δημιουργών για εξεζητημένες καταστάσεις και για ωραιοποίηση, λειτουργούν εις βάρος της σειράς. Όπως και στο Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου, ο Guadagnino πίστευε πως οι νέοι τα καλοκαίρια διαβάζουν τους κλασικούς στα υπέροχα σπίτια τους και ακούνε Sufjan Stevens, όταν δεν κάνουν βόλτες με τα ποδήλατα, έτσι κι εδώ θεωρεί ότι αυτοί οι ήρωες επικοινωνούν με αναφορές σε art house ταινίες, διαβάζουν ποίηση και ροματζάρουν με μπαλάντες των Smiths.

Αντίθετα με το We Are Who We Are, μια αμερικάνικη παραγωγή που αυτή την περίοδο επίσης προσπαθεί να εξερευνήσει την Gen Z είναι το Grand Army της Katie Cappiello. Ο προβληματισμός της σειράς στρέφεται προς το συναισθηματικό μούδιασμά που έχουν οι έφηβοι από την υπερπληροφήρηση. Προσεγγίζει λοιπόν μια παρέα εφήβων στις ζωές των οποίων οι επιδημίες, οι αυτονομιστές τρομοκράτες και ο τοξικός σοσιαλμιντιακός πόλεμος γύρω από την woke culture έχει γίνει ρουτίνα. Μέσα σε όλα αυτά, δεν έχουν παρά να παράξουν περισσότερα memes και περιεχόμενο για το TikTok απ΄όσα μπορούν να καταναλώσουν. Η ιστορία του Grand Army εξελίσσεται ταχύτατα, για να προλάβει τους ρυθμούς μιας γενιάς που καταγράφει σε instant stories όσα συμβαίνουν μπροστά της: από βίαιες συμπεριφορές μέχρι αυθόρμητο σεξ. Πολύ σύντομα όμως η πλοκή των επεισοδίων θα αφήσει την εξερεύνηση του συναισθηματικού αδιεξόδου, της παρωχημένης αντίληψης για τον κόσμο, το ψηφιακό bulling και τον οργισμένο φεμινισμό και δυστυχώς θα αναλωθεί σε μαθήματα ηθικής και σε #metoo διδακτισμούς. (Ένα κορίτσι εξομολογείται πως έπεσε θύμα βιασμού τη ίδια στιγμή που από την τηλεόραση ακούγεται ένα ρεπορτάζ ειδήσεων για τον Roman Polanski και τον Woody Allen –ίου.)

Το πρόβλημα του Grand Army είναι πως πρόκειται για σειρά 100% αμερικάνικη και πως απευθύνεται αποκλειστικά σε αμερικάνους ανήλικους θεατές, οι οποίοι μπορεί να συνδεθούν συναισθηματικά με τους ήρωες. Τους αντιμετωπίζει, λοιπόν, σαν καταναλωτές του περιεχομένου και σαν τηλεθεατές. Δεν έχει καλλιτεχνικές βλέψεις.

Το αντίθετο δηλαδή με το We Are Who We Are, το οποίο ανοίγει ένα παράθυρο στους μεγαλύτερους θεατές, αυτούς που έχουν χάσει το τρένο αυτής της ηλικίας, καθώς ένας 15χρονος που ακούει XXXTentacion και Lil Peep σε καμία περίπτωση δεν θα μάθει κάτι για τον εαυτό του χάρη στον φακό του Guadagnino.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #225

Róisín Murphy

Róisín Machine

Είναι ατυχές και άδικο να κυκλοφορούν τραγούδια όπως το “Simulation” τη χρονιά του social distancing και των σφραγισμένων nightclubs και έτσι να μην έχουν την ευκαιρία τα extended remix τους να χορεύονται μέχρι το ξημέρωμα από ημίγυμνους και ιδρωμένους ανθρώπους που ανταλλάζουν τυφλές αγκαλιές και σάλια. Βέβαια, το εν λόγω τραγούδι είχε κυκλοφορήσει πριν από επτά χρόνια αλλά η παραγωγή του φέτος στρογγυλοκάθισε σε ένα ροζ σύννεφο από glitter. Η κοσμική space disco της Róisín Murphy δεν έρχεται ούτε από το μέλλον ούτε από το παρελθόν. Η αμετανόητα κονσεπτική τραγουδίστρια μας παίρνει από το χέρι και μας καθοδηγεί στο άχρονο, καλλίγραμο και κάργα αστικό groove που έφτιαξε, με κομμάτια όπως το καλαίσθητο “Something More”.

Στον πέμπτο της δίσκο, Róisín Machine, η Murphy ακούγεται ελεγχόμενα sexy και εξωστρεφής. Παραμένει πεισματικά indie (μη την πουν και mainstream), ενώ την ίδια στιγμή δανείζεται τα μεγαλύτερα «σιγουράκια» mainstream του παρελθόντος. Ποζάρει λοιπόν με το καλό προφίλ της γαλανομάτας soul του ‘80 στο “Murphy’ Law”, γυαλίζει με φροντίδα τη δοξασμένη ρυθμολογία των Chic στο “Narcissus”, χορεύει δίπλα στο ολόγραμμα της Donna Summer στον αλάνθαστο ρυθμό του “Jealousy” και γεφυρώνει τις μεταμοντέρνες εξερευνήσεις της Björk με τον ερωτικό φετιχισμό της Grace Jones στο “Incapable”. Το οποίο, αντί για τα συνήθη ερωτικά δράματα που συναντάμε στην καθαρόαιμη disco, μας χαρίζει ανατρεπτικούς στίχους όπως: “Never had a broken heart / Am I incapable of love?”.

Η Róisín Murphy ποτέ δεν ήθελε να την βλέπουμε ξάστερα. Πάντα τη βλέπαμε στο ημίφως, μέσα από εφέ ή κάτω από εκτυφλωτικά strobe light. Εδώ, όμως, μοιάζει να βρίσκεται στην πίστα μαζί μας και να μας κοιτάει στα μάτια, σαν ανθρωποειδές με τρυφερή καρδιά, σαν ιέρεια όλων των παθών που ξορκίζονται μέσα απ’ τον χορό και σαν μυθολογικό πλάσμα. Ο μοναδικός της εχθρός, βέβαια, παραμένει η ίδια η πληθωρικότητά της, καθώς είναι ακατόρθωτο να συμπεριφέρεσαι στο ίδιο τραγούδι και σαν τη Μήδεια και σαν την Πανδώρα, αλλά και σαν diva που έχει καταπιεί όλη τη συνθετική pop του ντουνιά.

Η ίδια, ποτέ δεν έχει εμφανιστεί τόσο ψυχωμένη με τη χορευτική φαντασμαγορία και τα μπάσα των clubs όσο στο ανυψωτικό “We Got Together”, στο οποίο προσκαλεί τον ακροατή να παίξει, να γευτεί τη ζωή με τις αισθήσεις του, να κινηθεί, να αλληλοεπιδράσει, σαν να είναι στον κήπο των απολαύσεων. Ακούστε πώς χρησιμοποιεί τη φωνή της στο υπνωτικό “Game Changer” ή πώς αξιοποιεί την πόζα της kinky αθωότητας στο λουσάτο “Shellfish Mademoiselle”.

Το Róisín Machine ερωτοτροπεί με τον ακροατή και τον ωθεί με τα μυαλά στα κάγκελα σε μία ευπρόσδεκτη χορευτική νιρβάνα. Το πετυχαίνει θαυμάσια.

Posted in 3 | Leave a comment

2021

Η απουσία πνευματικής καλλιέργειας κρύβεται καλύτερα πίσω από έντονα φωταγωγημένες φιέστες, γι’ αυτό είναι πολύ μεγάλη η ανάγκη να κρατήσουν οι χοροί.

Βλέπεις, “όλοι μαζί μπορούμε” να χαζεύουμε με εθνική υπερηφάνεια το cast εκπροσώπων της clean cut, στρέιτ και ολοκάθαρης φυλής μας, μέσα από Ριφενσταλικά tribute του φτωχού, με drone πάνω από εύμορφες πρωθιέρειες και μοντέλα με ελληνοπρεπή κατατομή.

Το 2021 έρχεται με αρχαιότητες, με ορθοδοξία και με όσα φτιάχνουν του Έλληνα τον άλλο γαλαξία, που λέει και το ευοίωνο, απολιτίκ τραγουδάκι.

Το χορογραφημένο lip-sync υποτίθεται ότι υμνεί τα 200 χρόνια ελευθερίας.

Τι να πεις…

Ίσως να φταίει που δεν ανήκουμε στο δημογραφικό target group καθότι δεν ξεφαντώναμε σε στέκια επαρχιώτικα βρε.

Posted in 3 | Leave a comment

The Comey Rule

Υπάρχουν δυο τρόποι να αντιμετωπίσεις το The Comey Rule. Ο πρώτος είναι να ρυθμίσεις στο μηδέν τον δείκτη του πολιτικού σου φίλτρου και να ξεχάσεις όσα ξέρεις για τα αληθινά περιστατικά, ώστε να εστιάσεις μόνο στο δράμα διαλόγων και στη σκιαγράφηση χαρακτήρων. Αν επιλέξουμε αυτόν, φυσικά και θα πρέπει να επισημάνουμε την πυκνή αφήγηση και τις στιβαρές ερμηνείες, τόσο του Jeff Daniels στον ρόλο του πρώην διευθυντή του Ομοσπονδιακού Γραφείου Έρευνας (FBI) James Comey, όσο και του ιρλανδού Brendan Gleeson (“In Bruges”, “Mr. Mercedes”) που ερμηνεύει ικανοποιητικά τον Donald Trump. Όπως και ο Anthony Hopkins στο Nixon (1995), έτσι και ο Gleeson αποφεύγει τις ευκολίες της μίμησης μιας αποκρουστικής φιγούρας εξουσίας. Μπορεί το The Comey Rule να έχει ρυθμό και ατμόσφαιρα σε μερικά σημεία, όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τις δημιουργίες ενός Aaron Sorkin. Δεν είναι τυχαία αυτή η σύγκριση, καθώς ο σκηνοθέτης Billy Ray (έχει υπογράψει τα καλά ανεξάρτητα Breach και Shattered Glass) έχει επηρεαστεί από τον αγνό «Δημοκρατικό» ιδεαλισμό του Sorkin και έχει υιοθετήσει τις σεναριακές μανιέρες του δημιουργού του “West Wing”. Ωστόσο, υπήρχαν μεμονωμένες σκηνές σε επεισόδια του West Wing που βάζουν κάτω αυτή τη μίνι σειρά και την κάνουν να φαίνεται φλύαρη και «αδιάβαστη».

Ο δεύτερος τρόπος να αντιμετωπίσεις The Comey Rule είναι να το κρίνεις σε σχέση με την πολιτική ατζέντα του σεναρίου και με άξονα τις προθέσεις και την ιδεολογική του τοποθέτηση. Στην πραγματικότητα, αυτή η επιλογή είναι μονόδρομος, καθώς θα δυο επεισόδια μεγάλης διαρκείας δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις όσα γνωρίσεις από τα εκατοντάδες ρεπορτάζ -άλλωστε υπάρχουν πολλά εμβόλιμα πλάνα επικαιρότητας από ειδήσεις και talk-show. Σε αυτή την περίπτωση, έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια χλιαρή δημιουργία που σε πολλά σημεία υποτιμάει τη νοημοσύνη του θεατή (ειδικά του Ευρωπαίου). Η λειτουργία του FBI παρουσιάζεται ρόδινα στα χρόνια της προεδρίας του Obama, σαν ανθρωπιστικός οργανισμός στην υπηρεσία του «καλού», στελεχωμένος από ηθικούς και τίμιους πατριώτες που έχουν βασικό μέλημα την πατρίδα και την οικογένεια. Ξαφνικά, η ανεξάρτητη αρχή καλείται να εξετάσει με απόλυτη διαφάνεια και πατριωτικό σθένος ένα ενδεχόμενο σκάνδαλο της Hillary Clinton, η οποία έστελνε και λάμβανε χιλιάδες email από τον προσωπικό λογαριασμό της —και όχι από τον επίσημο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ— την εποχή που ήταν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ.

Το πρόβλημα με το The Comey Rule μας κοιτάζει κατάματα από την πρώτη κιόλας σκηνή. Η σειρά είναι βασισμένη στο αυτοβιογραφικό/απολογητικό βιβλίο του Comey, με αποτέλεσμα ο Jeff Daniels να μην έχει άλλη επιλογή από το να ρυθμίσει την ερμηνεία του σε mode…Tom Hanks. Ένας άκρως ηθικός και αξιαγάπητος οικογενειάρχης με καθαρό βλέμμα που βγάζει εμψυχωτικά λογύδρια, που ακούει με κατανόηση τόσο τους βλοσυρούς γερουσιαστές όσο και την συνοφρυωμένη κόρη του και που σοκάρεται με την πολιτική διαφθορά, καθώς θεωρεί ότι όλοι πρέπει να είναι ταγμένοι στην υπηρεσία του καλού – “I want to stop the bad guys” λέει χαρακτηριστικά σε μια σκηνή. Ας μη γελιόμαστε, η σειρά είναι φτιαγμένη για απολιτίκ Αμερικάνους που αξιολογούν με όρους «bad guy» και «good guy» και γι’ αυτό συναντάμε και σκηνές αφέλειας και γλυκερού μελοδραματισμού. Όπως η εντελώς ανόητη σκηνή με τους «κακούς» Ρώσους με φάτσες γκάνγκστερ που κοιτάνε τον Λευκό Οίκο και σκαρφίζονται (!) να ρίξουν fake news στην αγορά γελώντας με ύφος «θα-σας-δείξω-εγώ». Οι ήρωες στα κλειστά meetings δεν μιλάνε μεταξύ τους, αλλά λένε πράγματα φωναχτά, για να τα ακούσουμε εμείς οι ανενημέρωτοι θεατές και να καταλάβουμε τι συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες.

Φυσικά δεν υπάρχουν συγκρουόμενες ιδεολογίες, δεν υπάρχει αμφιλεγόμενη εξωτερική και εσωτερική πολιτική, ο αμοραλισμός απουσιάζει από την κορυφή της ιεραρχίας, οι άνθρωποι στον Λευκό Οίκο και το Καπιτώλιο δεν έχουν επιχειρηματικά συμφέροντα και δεν προβάλλουν καμία πολιτική αντιπαράθεση, καθώς είναι αφοσιωμένοι στην τιμιότητα. Υπάρχει μόνο το «καλό» της Αμερικής και το «κακό» που γεννιέται όταν το φυτεύει κάποιος εχθρός σαν τον Πούτιν με στόχο να φθείρει την ιδέα των ΗΠΑ. Και οι εσωτερικοί εχθροί του συστήματος φαίνονται από μακριά. Τα σάπια μήλα που ξεχωρίζεις εύκολα από τον σωρό. Σύμφωνα με τον δημιουργό της σειράς, υπάρχει μόνο η ιερή μηχανή των Ηνωμένων Πολιτειών, το ηθικό χρέος του αμόλυντου FBI -κι αν είπε δυο λόγια παραπάνω ο J. Edgar Hoover, ψωμί κι αλάτι, όπως υπογραμμίζει η εναρκτήρια σκηνή και αυτά δηλητηριάζονται από μεμονωμένους ανθρώπους.

Ο James Comey αισθάνεται ότι άδικα εισέπραξε το μένος τόσων χιλιάδων ανθρώπων και θεωρήθηκε βασικός υπαίτιος για τον ερχομό του Trump στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου. Και αυτή η σειρά είναι ξεκάθαρη παραγγελιά για να ξεπλύνει το ρόλο του και να παρουσιαστεί ως ο απόλυτος nice guy που μοιάζει σαν να έχει βγει από τα πιο ανθρωπιστικά έργα του Frank Capra. Ένας άνθρωπος που έπεσε θύμα της αφέλειάς του από έναν πρόεδρο εξαιρετικά ικανό στο μανιπιουλάρισμα. Τελικά, ο Billy Ray θα καταφέρει να κατατοπίσει τους θεατές για την πολιτική ιστορία που πραγματεύεται, όσο και ο Adam McKay με το The Big Short κατάφερε να κάνει τους θεατές να αφομοιώσουν την οικονομική θεωρία. Ακόμα κι αυτή η επίπεδη προσέγγιση, όμως, θα ήταν ανεκτή αν ο σκηνοθέτης εμπιστεύονταν έστω λίγο ο ίδιος την αφηγηματική του ικανότητα και δεν βασίζονταν τόσο πολύ στα τηλεοπτικά πλάνα αρχείου για να δώσει αξιοπιστία στην ιστορία του. Όταν δεν εμπιστεύεται ο ίδιος το fiction (;) σενάριό του, πώς να τον πάρουμε στα σοβαρά και να ξεχάσουμε (για λίγο) την δημοσιογραφική έρευνα σχετικά με το θέμα που μας κατακλύζει εκεί έξω, ώστε να κοιτάξουμε κι εμείς αυτή την πολύπλοκη ιστορία πολιτικής ηθικής με την μακάρια αφέλεια του μέσου απολιτίκ Αμερικάνου που αξιολογεί με όρους “bad guy” και “good guy”; Πολλά ζητάει…

Posted in 3 | Leave a comment

Ένοχοι

Το συναίσθημα δικαίωσης, τις αγκαλιές και το ταυτόχρονο καρδιοχτύπι δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, δεν μπορεί κανείς να τα αντιληφθεί μέσα από ρεπορτάζ στην tv ή το youtube. Μπορεί η συγκέντρωση να διαλύθηκε βάσει σχεδίου, σε άψογη χορογραφία αύρας και ασφαλιτών, λίγα δευτερόλεπτα μετά την ανακοίνωση, αλλά αυτό το περιμέναμε. Η σημερινή απόφαση είναι σημαντική για όλους εκείνους τους έντρομους κακομοίρηδες που για χρόνια έτρεχαν να γλιτώσουν τα πογκρόμ, για τους τρομοκρατημένους στις γειτονιές και για τη Μάγδα που έβλεπε τόσα χρόνια με υπομονή τα κτήνη απέναντί της να τη χλευάζουν.

Όσο για το σύστημα, απλά πάτησε το καζανάκι στα χρήσιμα καθάρματα του. Αφού έφτιαξε αστικούς μύθους για να τα φορτώσει στις πλατείες αγανάκτησης, αφού δημιούργησε ανεδαφικές θεωρίες δύο άκρων για να τους δώσει ταυτότητα, αφού τα έχρισε εμπροσθοφυλακή του νόμου και της τάξης, αποφάσισε ότι δεν τα χρειάζεται άλλο. Όμως το ακροδεξιό φαινόμενο δεν φεύγει. Από αύριο και πάλι δίπλα μας θα είναι και θα περιμένει τις συνθήκες να ωριμάσουν για να πάρει νέο σχήμα. Το μισό εκατομμύριο ψηφοφόρων τους υπάρχει εκεί έξω, δεν εξαϋλώθηκε, ούτε εκδημοκρατίστηκε, ούτε συνήλθε από καμιά δήθεν εξαπάτηση.

Τουλάχιστον, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ ότι:

-η αστυνομία συγκάλυπτε και ψήφιζε μια εγκληματική οργάνωση

-οι lifestyle παρουσιάστριες γοητεύονταν σε prime time από μέλη εγκληματικής οργάνωσης

-οι κυριακάτικοι εκδότες ανέδειξαν στην κοινωνία μέλη εγκληματικής οργάνωσης, από τα Θέματα του «Όλα Καιάδας» μέχρι τους «Real» παπαράτσι των «News» για τη ζωή του Κασσιδιάρη.

-οι δημοσιογράφοι στα παράθυρα προσέφεραν πρωινό στασίδι σε μέλη εγκληματικής οργάνωσης για να προπαγανδίσουν

– η εκκλησία ευλογούσε μέλη εγκληματικής οργάνωσης

– οι «μη μιλάς και κοίτα τη δουλειά σου» ανέχονταν τριγύρω τους μια εγκληματική οργάνωση

– το σελεμπριταριό, οι λαϊκοί διασκεδαστές, οι τραγουδιάρες και τα παρατράγουδα του αθλητισμού, στήριξαν δημόσια μια εγκληματική οργάνωση.

Χρειάζεται εγρήγορση, γιατί θα επιχειρηθεί μια εργαλειοποίηση της κατάστασης από την κανονικοποιημένη πλέον ακροδεξιά (χωρίς σουγιάδες και μαύρα μπλουζάκια αλλά με υπουργικό κοστούμι και χαρτοφυλάκιο) από ακραίους opinion makers, από κάθε λογής φιλελέμπριτι των media, επαγγελματίες γκεμπελίσκους και πολιτικά παρατράγουδα της δημόσιας ζωής (μερικά θυμήθηκαν να πουν “φτου κακά” στον ναζισμό μία μέρα πριν τελειώσει ο πολυετής γολγοθάς βίας, ύστερα από χρόνια σιωπής) οι οποίοι θα πουν: «ορίστε, πήγαν φυλακή, εξαφανίστηκαν».

Ο εθνικισμός, ο σεξισμός, η ομοφοβία και ο ρατσισμός δεν εξαφανίζονται, αλλά τουλάχιστον είναι ανακουφιστικό να τα αντιμετωπίζεις κραδαίνοντας μια καταδικαστική απόφαση στο χέρι.

Posted in 3 | Leave a comment

Raised by Wolves: O Ridley Scott ονειρεύεται ανδροειδή και ηλεκτρικά πρόβατα

Η άσβεστη αγάπη του Ridley Scott για την επιστημονική φαντασία και η αδιανόητη ενέργεια που διαθέτει για την ηλικία του (ο δημιουργός του Blade Runner κοντεύει τα 83) καθιστούν άξιο αναφοράς το Raised by Wolves και το ξεχωρίζουν από την ετήσια τηλεοπτική παραγωγή. Αν και έχουν περάσει δεκαετίες από την βροχερή neon παρακμή του αυθεντικού Blade Runner και την αρχιτεκτονική κλειστοφοβικού τρόμου του Alien, στο Raised by Wolves έχουν ποτίσει μερικά στοιχεία από εκείνα τα εμβληματικά φιλμ. Επίσης, το απασχολούν παρόμοια κοσμογονικά ερωτήματα.

Την ιστορία κουβαλάει με αξιοσημείωτη πειθώ η Amanda Collin στο ρόλο ενός καταστροφικού ανδροειδούς με το όνομα «Μητέρα» που εξολοθρεύει με ρομποτική προσήλωση όσους παραβιάσουν την αποικία της «οικογένειάς» του. Ένα θηλυκό πλάσμα που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε επουράνιο αρχάγγελο και φιγούρα βγαλμένη από το Metropolis του Fritz Lang. Όσο προχωράνε τα επεισόδια, τόσο ξεδιπλώνονται τα κίνητρα των μηχανών, τα σχέδια των ταξιδιών που κάνουν οι ανθρώπινοι εξερευνητές, η διαπλανητική πλαστοπροσωπία και οι «ιεροί» σκοποί των δημιουργών και των δημιουργημάτων τους.

Στο τιμόνι της παραγωγής βρίσκεται ο Aaron Guzikowski (The Red Road) όμως ο Scott υπογράφει τα πρώτα δύο επεισόδια και δίνει τις ευλογίες του στα επόμενα. Παρά τα ζητήματα βιοηθικής που θέτει η σειρά (πιο εκλεπτυσμένα από το Westworld, είναι η αλήθεια) και παρά την αξιοποίηση της αιώνιας A.I. θεματικής, το κέντρο βάρους πέφτει σε έναν θρησκευτικό πόλεμο που μαίνεται. Επιπλέον, η Γη της επαγγελίας θεωρείται ένας νέος τόπος όπου η νέα γενιά θα μεγαλώνει χωρίς Θεό. Ενδιαφέρουσα και απρόσμενη αυτή η φιλοσοφική στροφή, παρά τα άφθονα θρησκευτικά σύμβολα που μάλλον υπονομεύουν την ευοίωνη υπόσχεση της αθεΐας.

Η κλιμάκωση της αφήγησης θα προσεγγίσει την ιστορία των νέων homo sapiens, με μια διεύθυνση φωτογραφίας που αποπνέει θειάφι και με τα επιστημονικά ευρήματα να είναι εξωγήινες ωοθήκες και μεταλλαγμένα τέρατα. Εκεί, όμως, που το αυθεντικό Alien ξεκίνησε από μια αποστολή ρουτίνας και κέντησε διαφορετικές υφές του κινηματογραφικού τρόμου μέσω της ευφυούς ροπής της ιστορίας του, το Raised by Wolves περικυκλώνεται εξαρχής από παχιά θεολογικά στρώματα και από μια «υπέρβαρη» μυθική αύρα «αιρετικού» στοχασμού.

Όταν η τεχνητή οικογένεια ξεκινάει μια νέα ζωή υπό την προστασία των ανθρωποειδών, αρχίζουν τα παράδοξα του σεναρίου. Ο στόχος της επανεκκίνησης στον κήπο της Εδέμ χωρίς την τυραννία της ιδέας του Θεού θα είναι δύσκολη και οι διαφορετικοί κόσμοι πολεμιστών και ζηλωτών θα συγκρουστούν. Υπάρχουν κάποιες στιγμές μεγαλείου όπου η σειρά θυμίζει την μετά-αποκαλυπτική απελπισία του Terminator και άλλες που τα ειδικά εφέ στις μάχες το υποβιβάζουν σε κατηγορία Battlestar Galactica. Τουλάχιστον εδώ τα εφέ δημιουργούν κινηματογραφικούς συνειρμούς και δεν σκοπεύουν να σε στείλουν στην παιχνιδοκονσόλα να παίξεις τη μάχη που μόλις είδες.

Το σίγουρο είναι ότι το Raised by Wolves διαθέτει υψηλή αισθητική και το απολαμβάνεις καλύτερα αν προσπεράσεις τους γρίφους και τα φιλοσοφικά του ερωτήματα και σταθείς στη χαζευτική διεύθυνση παραγωγής.

Posted in 3 | Leave a comment

Album of the Week #224

Jessie Ware

What’s Your Pleasure?

Η mainstream pop των τελευταίων εικοσιπέντε (και βάλε) ετών, μοιάζει με άχαρο τόπο γεμάτο από τσίγκινες παραγωγές, κορπορατικές αρπαχτές που κανείς δεν θυμάται (ή που ντρέπεται να θυμάται), λοβοτομημένο auto tune και «εγκεφαλικούς» πειραματισμούς πάνω στη φόρμα. ΗJessie Ware και το επιτελείο της, ύστερα από επίμονη και σχολαστική δουλειά, χτύπησε φλέβα χρυσού και πέτυχαν το ζητούμενο της επικοινωνίας με τον ακροατή. Το What’s Your Pleasure? επαναφέρει στο τραπέζι τα αυτονόητα και τα αυταπόδεικτα: η pop είναι υψηλή τέχνη που σε κάνει να νιώθεις υπέροχα σε κάθε δεδομένη στιγμή, ενώ προάγει αγνά αισθήματα και σε ωθεί σε ηδονικές απολαύσεις. Όταν η αυθεντική pop σε συντροφεύει στα ακουστικά, νιώθεις ότι μοιράζεσαι τον χώρο με τον διπλανό σου χωρίς να απειλείσαι με εκτοπισμό, ότι η αναμονή σε κάποια ουρά δεν είναι καταστροφικό χάσιμο χρόνου και επιπλέον οι άνθρωποι τριγύρω σου φαίνονται ένα τσικ πιο γοητευτικοί.

Η ίδια η Ware, στον τέταρτο πλέον δίσκο της, ξεπέρασε τον εαυτό της σε εκφραστική ευελιξία. Κονσεπτική αλλά και πειραματική, καλλιεργημένη αλλά και παιχνιδιάρα, προσιτή ως performer αλλά και απόμακρη ως ιέρεια, soul diva όσο και disco queen. Και με μια παραγωγή κέντημα, που κρατάει ισορροπία ανάμεσα στο ουσιαστικό και το ευχάριστο.

Ο δίσκος προσφέρει ανοιχτόκαρδη και ποικιλόμορφη soul-pop. Τα υλικά είναι πρώτης ποιότητας και η επεξεργασία τους έχει βασιστεί στις πιο δοξασμένες συνταγές. Το αποτέλεσμα είναι: τραγούδια! «Τραγουδένια». Με στρογγυλές μελωδίες, με στρωτά κουπλέ και με εμπνευσμένα ρεφρέν. Χωρίς ψυχαναγκασμό στην ατμόσφαιρα και χωρίς ίχνος λίπους. Καμία μελωδία δεν παραπατάει και τίποτα δεν μετεωρίζεται στο βρόντο. Πραγματικά, δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις στον δίσκο καθώς περιέχει μουσική φτιαγμένη για να χορευτεί από θαυμάσια πλάσματα που κατοικούν σε μια φανταστική πόλη όπου συμβαίνει ένα υπέροχο πάρτι. Η Ware παίρνει αμπάριζα το ζενίθ των καλλιτεχνών που την κινητοποιούν και μεγαλουργεί πάνω στην πιο πλούσια κληρονομιά τους.

Το εναρκτήριο “Spotlight” σε σαγηνεύει με την υγρή μελωδία του και σε παρασύρει χάρη στην υπερβατική του ενορχήστρωση. Το ομώνυμο “What’s Your Pleasure?“ δε φέρει καμία χρονική ετικέτα στην ούγια του. Είναι κλασικό στον πυρήνα του και αντλεί από το μέλι της Diana Ross. Στο “Ooh La La” η Jessie Ware πατάει στην άγρια σαγήνη της Grace Jones και τραγουδάει από ένα αναπαυτικό σύννεφο ρομαντισμού, με τα συνθεσάιζερ να υποκλίνονται. Στο “Soul Control” αναγεννιέται η προίκα της πρώτης περιόδου της Janet Jackson, με εκφραστικότητα που απελευθερώνει το λούσο και το στολίδι εκείνης της εποχής για να εκπέμψει θετικές δονήσεις. Στο “Save a Kiss”, η φινέτσα της Tracey Thorn κάνει βουτιά στον μελαμψό ερωτισμό. Στο “Adore You” οι απόηχοι της Annie Lennox προκαλούν ταχυπαλμίες με τη μορφή ατμοσφαιρικού ονείρου. Στο “In Your Eyes”, το βελούδο και η μεγαλοπρέπεια της Sade βυθίζονται σε trip hop φαντασιώσεις. Η μεθυστική αύρα του “Step Into My Life” δοξάζει τους ιαματικούς disco ρυθμούς των Chic. Το “Read my Lips” είναι ένα synth pop θαύμα· ένα γλύκισμα που θα έκανε τον Prince να χάσει τον ύπνο του. Το ύπουλα αισθαντικό και τέρμα σέξι “Mirage (Don’t Stop)” εξιστορεί μια ιστορία σαγήνης πάνω στο dancefloor, με σοκολατένιο soul περιτύλιγμα. Το “The Kill” προσφέρει έναν νυχτερινό τάπητα συμφωνικής pop, για να τον περιδιαβούν όσοι αναζητούν νέα μελωδικά αναπτύγματα, μπας και επανορθώσουν στη σχέση τους με τη μουσική επικαιρότητα. Τέλος, το “Remember Where You Are” αναβιώνει τη μελωδική γλύκα του “Les Fleurs” της Minnie Riperton με ακαταμάχητη αυτοπεποίθηση. Και τι στίχος: “the heart of the city is on fire”. Ένα ερωτικό κάλεσμα στο κέντρο της πόλης που βράζει από καύλα και φέρνει στο μυαλό την αριστοκρατική στόφα της Donna Summer.

Η Jessie Ware δεν είναι ούτε μπροστά από την εποχή της, εφόσον δεν καίγεται να ανανεώσει το τοπίο της μοντέρνας αισθητικής, αλλά ούτε και ρετρό. Για την ακρίβεια δεν είναι ούτε «σημερινή» αφού προτιμά να είναι καλαίσθητη, παρά επίκαιρη. Και κυκλοφόρησε «για την απόλαυσή μας» έναν καλομελετημένο δίσκο, με ενορχήστρωση σχεδόν επιστημονική. Η pop ξαναβρήκε το λαμπερό της εαυτό, μπήκε ξανά στα πιο ένδοξα ρούχα της και ξανάγινε υψηλή τέχνη, έστω για έναν δίσκο. Ας το χαρούμε.

 

Posted in Music | Leave a comment

Όταν το #metoo περνάει από τις εφημερίδες στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ

Έχουν περάσει δυόμισι χρόνια από την στιγμή που έσκασαν σαν μετεωρίτης στην επικαιρότητα οι κατακλυσμιαίες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις σχετικά με το ανοιχτό μυστικό των σεξουαλικών παρενοχλήσεων και βιασμών στην αμερικάνικη showbiz. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια καλή χρονικά στιγμή για να αποτυπωθούν, μέσω ορισμένων ντοκιμαντέρ οι ιστορίες πίσω από το κίνημα διαμαρτυρίας που εκφράστηκε μέσω της σοσιαλμιντιακής οργής υπό την ομπρέλα του #metoo και του #timesup.

Πριν από λίγες μέρες έκαναν σχεδόν ταυτόχρονη πρεμιέρα δυο ντοκιμαντέρ που εξερευνούν αυτή την ευαίσθητη θεματική. Από τη μια έχουμε το Jeffrey Epstein: Filthy Rich (στο Netflix) το οποίο εξιστορεί σε τέσσερα μέρη τον αρρωστημένο βίο του αμφιλεγόμενου μεγιστάνα Jeffrey Epstein. Από την άλλη έχουμε το On the Record (στο HBO) που εξετάζει την σεξουαλική βία που άσκησε ο σημαντικός παραγωγός του hip hop, Russell Simmons, στην υπάλληλο της δισκογραφικής του, τη νεαρή τότε Drew Dixon αλλά και σε άλλες γυναίκες. Η διαφορά των δυο ντοκιμαντέρ, τόσο σε ύφος και προσέγγιση, όσο σε ποιότητα και σοβαρότητα, δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη και αυτό παρουσιάζει από μόνο του ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Το Filthy Rich εξιστορεί την ομολογουμένως φρικτή ιστορία του Jeffrey Epstein, με τον πιο εύκολο και «αρπακολατζίδικο» τρόπο. Μέσα σε σχεδόν τέσσερις ώρες υλικού, δεν μαθαίνεις τίποτα που δεν θα κατάφερνε ένα περιεκτικό ημίωρο ρεπορτάζ για την ιστορία του κατά συρροή βιαστή, ο οποίος έχτισε ένα οικοδόμημα sex trafficking για πολιτικούς, επιχειρηματίες και λομπίστες της εξουσίας. Το θέμα είναι συναρπαστικό και οι ιστορίες των κοριτσιών που εξαιτίας της αφέλειας ή ακόμη και της φιλοδοξίας τους, έπεσαν θύματα του recruiting, είναι συχνά συνταρακτικές. Ο Jeffrey Epstein έφτιαξε με υπόγειους τρόπους μια αμύθητη περιουσία και έχτισε ένα απρόσιτο lifestyle που τον έθετε εκτός νόμου. Έχοντας το «ακαταδίωκτο» εξαιτίας της celebrity φήμης του και έχοντας εξασφαλίσει κοινωνική ασυλία εξαιτίας χρηματικών δωρεών και εκβιασμών σε προέδρους, γερουσιαστές και ανθρώπους του χρήματος, ο Epstein κατάφερε να ελέγχει έναν μικρό στρατό από νεαρά κορίτσια που χρησιμοποιούσε σε πάρτι οργίων στο ερημικό νησί του, το οποίο επισκέπτονταν επιφανείς λευκοί άνδρες.

Ωστόσο, εδώ δεν υπάρχει καμία πληροφορία που δεν βρίσκει κανείς στη Wikipedia σελίδα του Epstein, καμία εμβάθυνση στους μηχανισμούς του sexual abuse και καμία κοινωνική ανάλυση του φαινομένου ενός μεγιστάνα που κρύβεται σε κοινή θέα. Όπως συνέβη και με το ντοκιμαντέρ Surviving R. Kelly, το θέμα είναι πολύ μεγάλο για να χωράει στην κοντόφθαλμη και άτεχνη προσέγγιση των επεισοδίων της σειράς. Τα Filthy Rich και Surviving R. Kelly μπορούν να συγκλονίσουν και να αφυπνίσουν με την «αλήθεια» τους, έναν μέσο τηλεθεατή που είναι εκπαιδευμένος σε σαπουνόπερες και τηλεπαιχνίδια και ο οποίος ίσως να σοκαριστεί από την είδηση του sex cult ανηλίκων που είχε εξαγοράσει ο R. Kelly ή να προβληματιστεί με την εγκληματική φύση ενός πλούσιου playboy όπως ο Epstein. Όμως η «αλήθειες» των μαρτυριών, αν και ανατριχιαστικές, είναι επιπέδου απογευματινού σόου – μια αίσθηση που ενισχύει το κακόγουστο μουσικό χαλί κάτω από τις συνεντεύξεις όσων διασώθηκαν (;). Το «δριμύ κατηγορώ» που χτίζει η αφήγηση των πλάνων αρχείου δεν ξεπερνά σε αισθητική τα ρεπορτάζ δελτίων ειδήσεων. Προφανώς, το Netflix εντόπισε ένα κενό στην καταγραφή της συνολικής κακοποίησης που ασκούσε για χρόνια ο Jeffrey Epstein και επένδυσε βιαστικά σε μια παραγγελιά για ένα θέμα που θα είχε σίγουρη θεαματικότητα. Καμία δομή στην ανάπτυξη και καμία αποκάλυψη σε σχέση με την πυραμίδα του recruiting. Μόνο μελό ιστορίες για τα αποπλανημένα κορίτσια και σποραδικά στοιχεία για το μοτίβο της αποπλάνησης.

Το On the Record δείχνει το πόσο πολύ μπορεί να διαφέρει η καλλιτεχνική ματιά από την δημοσιογραφική και πως αυτές αλληλοτροφοδοτούνται για ένα ουσιαστικό διακύβευμα που, τελικά, αφορά τον θεατή. Ο φακός του ντοκιμαντέρ εστιάζει στην Drew Dixon, μια δυνατή γυναίκα που έζησε έναν εφιάλτη που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο, σε οποιαδήποτε εποχή. Η Dixon ήταν ένα ταλαντούχο κορίτσι που είχε πάθος για τη μουσική βιομηχανία και ανεπτυγμένο αισθητήριο για να ανακαλύπτει ταλέντα. Αυτό της χάρισε μια αξιοζήλευτη δουλειά ως A&R στην θρυλική εταιρεία Def Jam στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η Dixon έφερε στο προσκήνιο ταλέντα όπως ο Notorious B.I.G. και είναι υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για την επιτυχία της Mary J. Blige με τον Method Man, με τίτλο “You’re All I Need”. Η ίδια θαύμαζε τον Russell Simmons, ο οποίος χαιρετίζονταν από τη μαύρη κοινότητα ως ο «νονός της ραπ». Μέσα από διακριτικές αφηγήσεις, προσεκτικό μοντάζ και καθαρή προσέγγιση στα γεγονότα, κατανοούμε σε μεγάλο βαθμό όσα οδήγησαν στον βιασμό της άτυχης γυναίκας από τον Russell Simmons. Ερχόμαστε σε επαφή με τις μνήμες της, το τραύμα, τη συνεταιρική κακοποίηση και τον καθημερινό σεξισμό. Η Drew Dixon διαλύθηκε σωματικά και έχασε τα πάντα. Κατάφερε να αρχίσει ξανά από το μηδέν στην ανεξάρτητη δισκογραφική Arista. Εκεί διέπρεψε και πάλι, χαρίζοντας επιτυχίες στην Lauryn Hill και στον Carlos Santana. Όμως και πάλι βρέθηκε να έχει προϊστάμενο τον L.A. Reid, πρώην συνεργάτη του Russell Simmons από την εποχή της Def Jam. Ο L.A. Reid της άσκησε ψυχολογική βία με ισχυρή δόση ρεβανσισμού για λογαριασμό του Simmons. Το άστρο της Drew Dixon έσβησε ξανά, με τρόπο εξευτελιστικό.

Το ντοκιμαντέρ προσπερνάει τα χιλιοειπωμένα και την εύκολη συγκίνηση, για να ανοίξει ουσιαστικό διάλογο με τον θεατή. Εκθέτει τους αόρατους τρόπους με τους οποίους ασκείται η βία στις γυναίκες στον χώρο εργασίας. Εξετάζει την παρεμβατική δύναμη των φεμινιστικών φωνών. Ζυγίζει τον μισογυνισμό των ραπ στίχων (bitches-and-hos) σε σχέση με τον σεξισμό στη μαύρη κοινότητα. Εξετάζει τους λόγους που το θύμα έμεινε σιωπηλό για δεκαετίες ενώ δεν εκβιαζόταν. Φωτίζει τα διλήμματα ανάμεσα στην ανάγκη για αξιοπρέπεια και την αγάπη για δημιουργία. Τέλος, δίνει κάποιες ενδιαφέρουσες πάσες για την ασυλία που απολαμβάνουν πετυχημένοι μαύροι της showbiz στην κοινότητά τους. Απόδειξη αυτού; Η Oprah Winfrey απέσυρε το όνομά της από τους παραγωγούς του φιλμ. Η πίεση που άσκησε στην Winfrey η αυλή του (φίλου της) Russell Simmons και του L.A. Reid την έκαναν να αποσυρθεί για «δημιουργικές διαφορές». Είναι παράξενο το ότι η παρουσιάστρια που έκανε τόση τηλεθέαση με δακρυσμένα “thoughts & prayers” αγκαλιά με “survivors” όπως με τους κατήγορους του Michael Jackson στο Finding Neverland, εδώ την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια για να μη στεναχωρήσει κάποιους και γύρισε την πλάτη της στις αφροαμερικανίδες που υπέστησαν κακοποίηση (δεν ήταν μόνο η Dixon). Οι ιστορίες του On the Record δημοσιεύτηκαν αρχικά στους New York Times το 2017 και μέσα σε λιγότερο από δυο ώρες επικοινωνούν πολλά περισσότερα από τα προαναφερθέντα “safe” πολύωρα ντοκιμαντέρ. Kαι μάλιστα, αυτό επιτυγχάνεται με τρυφερότητα. Η πρεμιέρα της ταινίας του Kirby Dick και της Amy Ziering (έχουν υπογράψει το The Hunting Ground και το The Invisible War) έγινε στο φετινό Sundance και αν το μποϊκοτάζ των «ισχυρών» δεν το στείλει στα αζήτητα, ίσως να καταφέρει να βρει αποδέκτες σε αυτούς που κοιτάνε πέρα από τις επικεφαλίδες των clickbait άρθρων.

Posted in Cinema | Leave a comment

Album of the Week #223

Charli XCX

How I’m Feeling Now

Για την Charli XCX και για το κοινό στο οποίο απευθύνεται, οι σημαντικές στιγμές της ζωής συμβαίνουν στις σκοτεινές γωνίες των clubs. Αυτή η τεθλασμένη γραμμή ευφορίας κάτω από τα επιθετικά beats, οι εκρήξεις χαρμολύπης και η θολωμένη -druggy- αυτοέκφραση των clubgoers καταπιέστηκε παράφορα με την καραντίνα της φετινής πανδημίας. Με τα venues κλειστά και με τα σπιτικά πάρτι απαγορευμένα, η Charli XCX αφιέρωσε ενάμιση μήνα για να φτιάξει αυτό το δίσκο και να εκφράσει το «πώς νιώθει τώρα». Η 27χρονη Βρετανίδα μιλάει για όσα καταπιέζουν τις ενδορφίνες της, ωστόσο το αποτέλεσμα είναι απροσδόκητα ελπιδοφόρο, χωρίς πολύ noise, με έμφαση στις λούπες που γίνονται τσίχλα στον εγκέφαλο. Στον δίσκο κυριαρχεί μια γλυκύτητα, ιδίως σε κομμάτια όπως το “Forever” και το  “7 years”. Το κακό είναι πως η παραγωγή του δίσκου περπατάει πάνω στη λεπτή εκείνη γραμμή που χωρίζει την αυτόνομη pop σύνθεση από το εξαρτώμενο από την εικόνα διαφημιστικό προϊόν. Λείπει η ευρηματικότητα και η χάρη που είχε κάνει όλη τη δουλειά σε κομμάτια όπως το ‘2099’ από τον περσινό της δίσκο.

Το καλό νέο είναι ότι η ίδια δεν ακούγεται ούτε στιγμή σαν ζαχαρομπουμπού που πουλάει χαριτωμενιά. Τραγουδάει «κανονικά» και με ενσυναίσθηση του ρόλου της στο μικρόφωνο. Έχω την εντύπωση ότι η Charli XCX ήξερε καλά τι ήθελε να πετύχει με το δίσκο της, όμως οι σχεδιαστές της παραγωγής δεν έκαναν τον κόπο να ξεφύγουν από τη μανιέρα που παράγει επιτυχίες για αμετανόητα party animals με σφυρίχτρες και φωσφόριζε μαγιό. Οι ιδέες έμειναν στα χαρτιά και αντί για ένα εσωστρεφές glo-fi pop-punk δίσκο που θα αποτύπωνε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή στο χρόνο, τελικά έχουμε ένα μπουκέτο από generic τραγούδια που δεν θα πάνε πολύ μακριά.

Η Charli XCX πρέπει στο μέλλον να πατήσει πόδι και να χτίσει μια μυθολογία γύρω απ’ το όνομά της, γιατί φαίνεται ξεκάθαρα ότι εργάζεται αφοσιωμένα. Η ατμόσφαιρα στον φετινό της δίσκο την κάνει να ακούγεται αγουροξυπνημένη από σάπιες σιέστες, όπως υποδεικνύει το εξώφυλλο. Η ανάπτυξη σε τραγούδια όπως το “c2.0” προδίδουν μια αναλγησία παροιμιώδη, σχεδόν σαν να θέλουν οι παραγωγοί να την σαμποτάρουν και να την διαχειριστούν με το στανιό, σαν κορίτσι που τσεκάρει με το ένα μάτι τα insta stories την ώρα που δουλεύει στο στούντιο. Και το βρίσκω άδικο για την ίδια.

Από το Avopolis

Posted in Music | Leave a comment

Hollywood

Έχει έναν ξεχωριστό τρόπο να επιλέγει θέματα για τις σειρές που εκτελεί χρέη παραγωγού ο Ryan Murphy. Ο δραστήριος αμερικάνος showrunner σημείωσε αρκετά νωρίς εμπορική επιτυχία με τη νεανική μουσικοχορευτική σειρά Glee (2009-2015) με την οποία αγκάλιαζε το queer περιθώριο στο σχολικό περιβάλλον μέσα από πληθώρα pop διασκευών και άφθονου camp χιούμορ. Με το Nip/Tuck (2003-2010) o Murphy επιχείρησε ένα σχόλιο στη βιομηχανία της ομορφιάς και την κουλτούρα των πλαστικών επεμβάσεων στην Καλιφόρνια. Το κοινό χαρακτηριστικό των δυο αυτών σειρών είναι πως «ξεφούσκωσαν» δραματικά από τον δεύτερο κιόλας κύκλο. Συνέχισαν να σέρνονται για χρόνια και ας ξεχείλωνε η ιστορία τους με αδιανόητα τραβηγμένες εξελίξεις. Ο Murphy έβαζε εμπορικά στοιχήματα τηλεθέασης με γνώμονα την pop κουλτούρα για να προκαλεί την περιέργεια (όχι απαραίτητα το ενδιαφέρον) του κοινού. Την ανάγκη του να σερβίρει στο κοινό φαντασμαγορικά λαϊκά θεάματα την κάλυψε στη συνέχεια με το γκροτέσκο American Horror Story (2011-2019), ένα κοκτέιλ παιδικού τρόμου με camp εντυπωσιασμούς και ψυχαγωγικά “BOO!”.

Οι παραπάνω σειρές μπορεί να μην διεκδικούν δάφνες ποιότητας, όμως καταδεικνύουν το δαιμόνιο πνεύμα του εργατικού Murphy. Εκεί που πραγματικά βρίσκεται το ταλέντο του ίδιου, είναι στην αναπαράσταση «εποχής» και στην αναβίωση ξακουστών ιστοριών από τα tabloids περασμένων δεκαετιών. Κάτι που φάνηκε στο American Crime Story όπου στον πρώτο κύκλο (“The People v. O.J. Simpson”) σχεδίασε μια ομολογουμένως χαζευτική και εθιστική αναπαράσταση της δίκης του O.J. που είχε κλονίσει την κοινή γνώμη, ενώ στον δεύτερο (“The Assassination of Gianni Versace”) πέτυχε να ρίξει φως στην πολύκροτη δολοφονία του σχεδιαστή Gianni Versace. Πολλοί είναι οι θεατές που αγάπησαν τον τρόπο που ο Ryan Murphy αναβίωσε το θέμα του συγκλονιστικού ντοκιμαντέρ Paris Is Burning (1990) με τη σειρά Pose, όπου παρουσίασε με μελοδραματισμό και τρυφερότητα την καταπιεσμένη καλλιτεχνική gay κοινότητα της Νέας Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του ’80, χάρη σε ήρωες που έβρισκαν εκφραστική διέξοδο σε διαγωνισμούς χορού και underground πάρτι. Το ανοικονόμητο σενάριο έπνιξε κι εκεί την συνολική εικόνα της σειράς και τις καλές προθέσεις. Ο Ryan Murphy δικαίωσε τους κριτικούς που του χρέωναν αδιαφορία από τη στιγμή που θα έμπαιναν οι σπόροι του σεναρίου στο ξεκίνημα κάθε σειράς που είχε υπό την επίβλεψή του. Ήταν ξεκάθαρο ότι σε mini σειρές δεν έχανε τόσο εύκολα τον μπούσουλα, όπως απέδειξε στο απολαυστικό Feud: Bette and Joan όπου η Jessica Lange και η Susan Sarandon υποδύθηκαν άκρως απολαυστικά την Joan Crawford και την Bette Davis στα παρασκήνια της κλασικής ταινίας What Ever Happened to Baby Jane?.

Το φετινό Hollywood είχε όλα τα φόντα για να επαναλάβει τη συνταγή του Feud. Από τη μια, είχαμε το δυνατό ατού του Murphy: την αναπαράσταση μιας φωταγωγημένης εποχής. Από την άλλη, είχαμε τον περιορισμένο αριθμό επεισοδίων, κάτι που δεν θα επέτρεπε στην ιστορία να ξεσαλώσει με φλυαρίες. Όλα όσα έκαναν τα μαλλιοτραβήγματα και την bitchy κόντρα των δυο σταρ στο Feud να αποδοθούν σωστά, εδώ δυστυχώς αποτυγχάνουν και το αποτέλεσμα μένει ξεκρέμαστο. Η ιστορία ακολουθεί ένα σύνολο χαρακτήρων που προσπαθεί να πιάσει την καλή στον χώρο του θεάματος. Βρισκόμαστε στην καρδιά του μεταπολεμικού Χόλιγουντ, όταν τα μεγάλα στούντιο διατηρούσαν την παντοδυναμία τους. Φιλόδοξοι ηθοποιοί, έκφυλοι ατζέντηδες, πονηρές στάρλετ, μεγαλόστομοι παραγωγοί, αριστοκράτες επενδυτές και παρατρεχάμενοι καλλιτέχνες, αναζητούν τη μεγάλη στιγμή που θα παρεισφρήσουν στον κόσμο του ονείρου, με «αναρριχητικό» σεξ, με ερωτικές χάρες και οργιώδη πάρτι σε ακριβές σάλες της Sunset Boulevard. Το αφηγηματικό κοκτέιλ και το μωσαϊκό χαρακτήρων ακούγεται ελκυστικό, αλλά ξεθυμαίνει πιο γρήγορα κι από ένα ποτήρι σαμπάνια. Αν περιμένετε κάποιο διεισδυτικό σχόλιο στην βιομηχανία των στούντιο ή κάποια αξιοθαύμαστη ιστορία παρασκηνίου όπως το Barton Fink ή το The Bad and the Beautiful, μάλλον θα μείνετε απογοητευμένοι.

Ο Ryan Murphy μάλλον εμπνεύστηκε από την συγκινητική προσπάθεια του Quentin Tarantino να ξαναγράψει τις μαύρες σελίδες της ιστορίας μας μέσα από την αφηγηματική δύναμη και την υποβολή της εικόνας. Όμως δεν υπάρχει όραμα πίσω από τα επτά επεισόδια του Hollywood, ούτε κινηματογραφικό craft. Το βαθύτερο μήνυμα είναι πως ο κόσμος του θεάματος θα μπορούσε να είχε καταφέρει πολλά περισσότερα αν μερικοί άνθρωποι τολμούσαν να σηκώσουν έγκαιρα μπαϊράκι. Ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η ομοφοβία και η κατάχρηση εξουσίας θα είχαν εξαλειφθεί μια ώρα αρχύτερα, αν κάποιοι αφανείς ήρωες τολμούσαν να αλλάξουν τον κόσμο.

Η αλήθεια είναι πως ο Ryan Murphy δεν γνωρίζει την κινηματογραφική ιστορία. Δεν την «διαβάζει» με αγάπη, ώστε να αναδείξει την έξαλλη πλευρά της. Δεν συναισθάνεται τους εργαζόμενους των στούντιο και δεν γνωρίζει σε βάθος την αξία της κινηματογραφικής οθόνης. Αντιλαμβάνεται την ιστορία σαν κουτσομπολιό. Ρίχνει το βάρος σε αδιακρισίες και σε ιστορίες τύπου «ποιος έπαιρνε ποιον». Δεν αφηγείται τις ιστορίες του, αλλά ξεκατινιάζεται παρέα με τον θεατή. Λέει ανέκδοτα από το παρασκήνιο. Γι’ αυτό ήταν πετυχημένο το Feud. Δεν χρειάζονταν να γνωρίζει κανείς κάτι σχετικό με το What Ever Happened to Baby Jane? και τη σπουδαιότητα των δυο σταρ. Θα μπορούσε με την ίδια θέρμη να αναβιώσει την κόντρα της Ζωζώς Σαπουντζάκη με την Καίτη Γκρέυ π.χ. -που δεν έχω ιδέα αν υπήρξε κάτι τέτοιο και μια χαρά θα ήταν αυτή η σειρά. Αυτό που έχει σημασία είναι πως δεν αντιλαμβάνεται τα μεγέθη και την ιστορική αξία των αληθινών προσώπων, ώστε να κερδίσει το δικαίωμα να τον εξιτάρει το kinky παρασκήνιο και η κιτρινίλα των tabloids. Το “dreamland” του Hollywood είναι υπερβολικά ψεύτικο, σαν ξεσκονισμένο ντεκόρ και οι άνθρωποι χρησιμοποιούνται σαν χάρτινα σύμβολα: ο ζιγκολό, η bimbo, ο χαζός, ο όμορφος, το cougar, ο sugar daddy κτλ. Οι απελπιστικά clean-cut χαρακτήρες δεν έχουν βάθος και δεν μπορούν να μας κάνουν να ενδιαφερθούμε για την προσπάθειά τους να φέρουν το diversity στο casting 80 χρόνια νωρίτερα.

Ο Ryan Murphy υπέγραψε ένα 5ετές συμβόλαιο για 300 εκατομμύρια ευρώ με το Netflix πριν δυο χρόνια. Αυτό ήταν το πρώτο σχέδιο της νέα συνεργασίας. Υποσχέθηκε να μεταφέρει σε σειρά τα γεγονότα γύρω από τον θάνατο της Λαίδης Νταϊάνα και το σεξουαλικό σκάνδαλο του Bill Clinton με την Monica Lewinsky. Οι exploitation ιδέες του θα φέρουν σίγουρη τηλεθέαση. Ο Murphy ήταν πάντα καλύτερος στο να εντοπίζει μεγάλες ιδέες παρά να εκφράζει μεγάλα συναισθήματα. Ωστόσο, αμφιβάλλω για το αν έχει ουσιαστική συναισθηματική εμπλοκή με τις πολυσυζητημένες αυτές ιστορίες. Αγοράζει δικαιώματα από στόρι που ξεπούλησαν κουτσομπολίστικα έντυπα, καθώς υποψιάζεται ότι αυτές θα φέρουν τηλεθέαση. Κάποιες ζαριές θα του βγουν, όμως σε καμία περίπτωση δεν τον αφορά καλλιτεχνικά ο αγνός woke ιδεαλισμός του Hollywood. Όχι πως αυτή δεν είναι μια αληθινά προοδευτική σειρά, αλλά ο Ryan Murphy πέφτει στην ίδια παγίδα που είχε πέσει ο Baz Luhrmann με την αποτυχημένη του σειρά The Get Down (2016), ένα πανάκριβο, μουσικοχορευτικό «δαλιανιδικό» υπερθέαμα που κανείς δεν είδε και έπεσε στο κενό.

Πραγματικά, πιστεύω ότι ο ίδιος θεωρεί ότι μπορεί κάλλιστα να σκηνοθετήσει ένα μελόδραμα του Douglas Sirk, μόνο και μόνο επειδή θα ξεπατικώσει την ατμόσφαιρά του και θα βγάλει σε καρμπόν τους ήρωές του. Ευτυχώς, όμως, θα έχουμε πάντα τα χολιγουντιανά αρχέτυπα σαν κριτήριο ποιότητας, όσο οι ανώδυνες τηλεοπτικές σειρές της επικαιρότητας μας κρατάνε χαλαρή συντροφιά.

Από το Avopolis

Posted in TV | Leave a comment

Στις δύο πλευρές του rewriting της ιστορίας

Όταν ο συγγραφέας Philip Roth έγραψε το The Plot Against America πριν από 15 περίπου χρόνια, επιχείρησε να αποτυπώσει μια πιθανή εφιαλτική τροπή των αληθινών γεγονότων στην αυγή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να είχε φανταστεί την σημερινή πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή το Apprentice ήταν απλώς ένα κακής ποιότητας τηλεπαιχνίδι, με έναν νάρκισσο Νεοϋορκέζο στη θέση του παρουσιαστή που έκανε νούμερα σαν ανθρώπινο καρτούν που παρίστανε τον εντερπρενέρ. Ο Philip Roth με το βιβλίο του ήθελε να πετύχει κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε ο Philip K. Dick στο Ο Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο. Έτσι, λοιπόν, περιέγραψε μια εναλλακτική πραγματικότητα στην οποία ένας φιλόδοξος πιλότος με αμφιλεγόμενο παρελθόν και ξεκάθαρη φιλοναζιστική ιδεολογία, γίνεται πρόεδρος της Αμερικής καθώς κερδίζει τον Roosevelt στις εκλογές ως επικεφαλής του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Η νοσηρή φαντασία επικρατεί για λίγο της ιστορίας για να εξετάσουμε μέσω της μυθοπλασίας κάποιες από τις συνέπειες ενός τραγικού “what if” στο οποίο τα λαϊκίστικα συνθήματα τύπου “America First” επικρατούν σε μια συγκυρία πολέμου, με αποτέλεσμα, ο αρχηγός των ΗΠΑ να καλοβλέπει την πολιτική συμμαχία με τον εθνικοσοσιαλισμό και τις φασιστικές δυνάμεις που κύκλωναν τον πλανήτη.

Ο David Simon και ο Ed Burns, οι δημιουργοί τους αριστουργηματικού The Wire, διασκευάζουν σε μια μίνι σειρά 6 επεισοδίων (HBO) το συγκεκριμένο βιβλίο. Βρισκόμαστε στο 1940 και το Νιου Τζέρσεϊ, όπου μια αμερικανοεβραϊκή οικογένεια έρχεται αντιμέτωπη με μια δυσβάσταχτη πολιτική πραγματικότητα. Ο αντισημιτισμός εξαπλώνεται ύπουλα στις λαϊκές γειτονιές και η ρητορική ενός φιλόδοξου πολιτικάντη ποτίζει με μίσος την εργατική τάξη. Λίστες «επικίνδυνων» Εβραίων και κομμουνιστών αρχίζουν να διακινούνται στα γραφεία των εργοδοτών από το παρακράτος του Hoover. Μέσα σε αυτή την κλιμακούμενη πίεση, η οικογένεια απομακρύνεται από τα όνειρα των baby boomers για μια κανονική ζωή ως κοινότητα και για της δική τους «θέση στον ήλιο» του αμερικάνικου ονείρου. Ρυθμιστής των γεγονότων είναι ο φιλόδοξος Ραβίνος Lionel Bengelsdorf (σε μεγάλη φόρμα ο John Turturro) που πιστεύει ότι η εβραϊκή κοινότητα οφείλει να αποκοπεί από τα δεινά της ιστορίας της και να αφομοιωθεί πλήρως στην αμερικάνικη κουλτούρα. Ο Ραβίνος γίνεται αχυράνθρωπος των σκοτεινών δυνάμεων και εξελίσσεται σε ένα είδος μπάρμπα-Θωμά για την επικοινωνιακή πολιτική της νέας εξουσίας. Μαζί του τραβάει την οικογένεια, καθώς αρραβωνιάζεται την αδερφή της συζύγου που ζει κοντά τους. Η ρήξη με την οικογένεια είναι αναπόφευκτη.

Οι έμπειροι δραματουργοί του The Plot Against America πετυχαίνουν μια αξιοθαύμαστη ανασύσταση εποχής και ξαναγράφουν την ιστορία με στόχο να  προκαλέσουν σαφείς παραλληλισμούς με την ταραγμένη σημερινή επικαιρότητα. Το πετυχαίνουν χωρίς ηθικά διδάγματα, αλλά με πειθώ και επιπλέον με αξιοθαύμαστη οικονομία στη δράση. Η πολιτική άνοδος του Lindbergh και η συμπλεγματική του προεκλογική συμπεριφορά έχουν πολλά κοινά ιστορικά στοιχεία με την καμπάνια του Donald Trump. Η φιλική στάση του στην προπαγάνδα του Τρίτου Ράιχ, η υποτακτική τριβή του με το κεφάλαιο, η ξενοφοβία και η φαινομενικά φιλική του στάση στον εργαζόμενο πατριώτη, είναι τα στοιχεία που προκρίνουν οι δημιουργοί από το λογοτεχνικό υλικό του Roth και πετυχαίνουν ένα ουσιαστικό σχόλιο για το 2020. Kαι όπως κάνουν πάντα στις σειρές τους (“Treme”, “The Deuce”) αποφεύγουν τις εύκολες κλιμακώσεις και τα κλισέ. Η πλοκή ανθίζει μέσα από διαλόγους γύρω από τραπέζια, σε μπαρ και στο πεζοδρόμιο.

Στην πραγματικότητα, πολλά μέλη της America First Committee (όπως ο Henry Ford) είχαν καταγεγραμμένο αντισημιτικό παρελθόν και πολλοί από τους ανθρώπους εξουσίας των αρχών της δεκαετίας του ‘40 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να υποδεχτεί η Αμερική τους γερμανούς και αυστριακούς Ναζί του ολοκαυτώματος, που φυγαδεύτηκαν στην άλλη μεριά του Ατλαντικού ώστε να αρχίσουν μια νέα κανονική ζωή και να μη δικαστούν. Η πιο ξακουστή από αυτές τις ιστορίες είναι η υπόθεση του σφαγέα Adolf Eichmann, τον οποίο εντόπισε το εξέχον στέλεχος της Mossad, ο Peter Malkin. Πάνω σε αυτή την πλευρά της ιστορίας πάτησε πρόσφατα μια ακόμη σειρά, το Hunters (Amazon Prime), με τον Jordan Peele να βρίσκεται πίσω από την παραγωγή.

Η σειρά αντλεί έμπνευση από τους αληθινούς κυνηγούς των Ναζί που εργάστηκαν ως επιστήμονες και μηχανικοί στις ΗΠΑ για τις ενισχύσουν τον τεχνολογικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία και φυσικά, συνέβαλαν τα μέγιστα στην έκρηξη της αμερικάνικης οικονομίας μετά το ‘50. Η σειρά διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και παρακολουθούμε έναν έξυπνο Εβραίο πιτσιρικά, τον Jonah Heidelbaum (τον υποδύεται ο Logan Lerman). Ο μυστηριώδης φόνος της γιαγιάς του στέκεται αφορμή για τη γνωριμία του με τον αινιγματικό Meyer Offerman (Al Pacino) που έχει επιζήσει από τη γενοκτονία και έχει βάλει σκοπό ζωής το κυνήγι και το ξεσκέπασμα των Ναζί που ζουν σαν φιλήσυχοι πολίτες.

Όση λεπτότητα, «διαβασμένη» προσέγγιση και φροντισμένη ιστορία έχει η εναλλακτική ιστορική πραγματικότητα του The Plot Against America, άλλο τόσο άκομψο, ρηχό πνευματικά, παιδαριώδες και ανεύθυνο είναι το Hunters. Μοιάζει με σειρά που νιώθει περήφανη για τις καλές προθέσεις της και την “woke” ευαισθησία της και διαθέτει ένα σενάριο φτιαγμένο να ψυχαγωγήσει πιτσιρίκια που δεν έχουν επαφή με την ιστορία, με τις αναφορές τους να περιορίζονται σε υπερήρωες και οι ηθικές τους αξίες να έχουν γαλουχηθεί από τα κόμικ. Οι Ναζί κρύβονται σαν villains που, όταν αποκαλύπτεται η ταυτότητά τους, αλλάζουν όψη σαν βαμπίρ εκτεθειμένα στον ήλιο και εξολοθρεύονται από τους πεφωτισμένους Avengers που εκδικούνται για τη γιαγιά τους. Ιστορικές ανακρίβειες, εύπεπτα διδάγματα για την αυτοδικία και στυλιζάρισμα που συναντάς σε ταινίες της Marvel (τις πιο φτηνές) για μια γενιά που θέλει ξεκάθαρους “good guys” και “bad guys” για να ταυτιστεί και να μισήσει ισόποσα, αλλά και ξεκάθαρο ηθικοπλαστικό πρόσημο στις πράξεις των ηρώων. Το κυνήγι εγκληματιών μετατρέπεται σε κυνήγι θησαυρού και αγώνα εξολόθρευσης, σαν χρέος σε μια diverse ελίτ με κρυφή ζωή, αλλά, φυσικά, χωρίς πολιτική σκέψη, ιστορική αναφορά και πολιτισμικό βάρος.

Όπως βλέπουμε, το rewriting της ιστορίας μπορεί να γίνει τόσο με αξιοθαύμαστο τρόπο, όσο και με κάκιστο. Στο χέρι μας είναι να ξεχωρίσουμε τους σκεπτόμενους δραματουργούς από τους θιασώτες του exploitation της prime time ψυχαγωγίας.

Από το Avopolis

Posted in TV | Leave a comment

Beastie Boys Story

Υπάρχει μια ατάκα που προσωπικά με ενοχλεί αφόρητα όταν γίνεται λόγος για την ποιότητα μιας ταινίας. «Το βιβλίο ήταν καλύτερο». Αυτή την εξοργιστική τοποθέτηση που δεν σημαίνει τίποτα απολύτως, έκανα για πρώτη φορά πρόσφατα, αφού παρακολούθησα το “Beastie Boys Story”. Πριν από 2-3 χρόνια, ο Mike Diamond (Mike D) και ο Adam Horovitz (Ad-Rock) ανέλαβαν να καταγράψουν την ιστορία των Beastie Boys σε ένα χορταστικό βιβλίο. Μέσα στις 600 σχεδόν σελίδες του “Beastie Boys Book” χώρεσαν πολλές αφηγήσεις, με διαφορετικό ύφος και με διαφορετική οπτική στα γεγονότα μιας αλησμόνητης εποχής. Η καλά ριζωμένη φιλία των τριών μελών του γκρουπ, η underground punk σκηνή της Νέας Υόρκης στα τέλη του 70, η έκρηξη του rap στις αρχές του 80, τα δωδεκάιντσα βινύλια, η εκτόνωση του hardcore punk, η ανεξάρτητη δισκογραφία, η λαίλαπα των πολυεθνικών εταιρειών που καρπώθηκε το hip hop ρεύμα, τα scratch, ο ανταγωνισμός, o παραγωγός Rick Rubin, το Μανχάταν, οι DJ, η παγκόσμια επιτυχία, το MTV, το η χημεία στο μικρόφωνο, τα samples, οι μπόλικες αποτυχίες, το Θιβέτ, οι χειροποίητες τεχνικές στο studio, οι εκρηκτικές τουρνέ, οι στιχουργικές θεματικές και ο αγορίστικος χαβαλές, μπλέκονται όμορφα και καταλήγουν χρονικά στον τραγικό χαμό του Adam Yauch (MCA) από καρκίνο το 2012.

Το βιβλίο ήταν ένα αντισυμβατικό κολάζ από σκόρπιες αναμνήσεις και έξυπνους σχολιασμούς που έμπλεκαν με tracklists, συνταγές, email, οδικούς χάρτες και συμβουλές για την χαμένη τέχνη του mixtape. Όλα τα παραπάνω, δοσμένα με τρυφερό και άμεσο τρόπο, μαζί με προτροπές να ακούσουμε συγκεκριμένα τραγούδια και πιθανότατα να τα ανακαλύψουμε. Αυτή η freestyle προσέγγιση έκανε το βιβλίο γενναιόδωρο και γεμάτο «αγκιστράκια» ανάμεσα στις αφηγήσεις, που σε έστελναν σε νεοϋορκέζικες διαδρομές με street vibe που έχεις μυθοποιήσει στο νου σου. Με την ανάγνωση καταλάβαινες πως εξελίχθηκαν οι B-Boys: από την στραβοχυμένη αδρεναλίνη του “(You Gotta) Fight for Your Right (To Party)”, το old school rap του “Root Down” και το DIY funk του “So What’cha Want”, μέχτι τις ψυχεδελικές γκρούβες του “Pass the Mic”, το hardcore punk “Gratitude”, το lo-fi funk του “Shake Your Rump” και τη διαστημική pop του “Intergalactic”.

Οι δυο εναπομείναντες Beasties, ο Mike και ο Adam, παρουσίασαν μπροστά σε κοινό στο Kings Theatre του Μπρούκλιν, ένα μέρος από αυτή την ιστορία και ο Spike Jonze ανέλαβε να καταγράψει το γεγονός στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Παλιός γνώριμος της παρέας άλλωστε ο Jonze καθώς έχει σκηνοθετήσει το εμβληματικό πλέον exploitation video του ‘Sabotage”, όπως και άλλα του γκρουπ (“Sure Shot”, “Time For Livin’”). Δεν χωράει αμφιβολία για την τιμιότητα των μελών οι οποίοι δεν έχουν προδώσει την ιστορία τους, για το δέσιμό τους με τον Spike Jonze και για την αγνότητα των προθέσεων του project. Οι σωστοί άνθρωποι είναι στις σωστές θέσεις -σαν να κάνει ο Julien Temple ταινία για τους Sex Pistols, ο Cameron Crowe για τους Pearl Jam ή ο Martin Scorsese για τους The Band. Όμως η προσέγγιση στο υλικό βρίσκεται πολύ μακριά από το πνεύμα του βιβλίου. Οι δυο αφηγητές, όσο γλυκά και να τα λένε, δεν εμβαθύνουν στην ιστορία τους και ο προφορικός λόγος τους είναι στεγνός, προβαρισμένος στην ακρίβεια και επιπλέον ακούγονται correct με μάλλον άβολο τρόπο. Η ομιλία τους μοιάζει με inspirational TED talk, για να δώσουν έμπνευση στους “achievers” εκεί έξω, με το πιο «αμερικάνικο» τηλεοπτικό στυλ και με παύσεις για χειροκρότημα σε κάτι που έχει «ειδικό βάρος» ή διδακτική αξία. Νομίζω ότι ο Adam και ο Mike, ακόμη και σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στην Oprah Winfrey θα είχαν πιο πολλά να πουν σε σχέση με αυτή την αφήγηση με prime time αισθητική που δεν ξεφεύγει από τα ρυθμισμένα teleprompter. Ακόμη και τα αυθόρμητα γελάκια τους ήταν προβαρισμένα. Μέχρι και ο Spike Jonze έχει διεκπαιρεωτικό ρόλο (περισσότερο πάθος και αμεσότητα έβαλε στο περσινό stand-up special του Aziz Ansari) σαν να μην έχει συναισθηματική εμπλοκή με όσα ακούγονται.

Ακόμα κι έτσι, κάποιες ιστορίες των Beastie Boys βρίσκουν το στόχο τους στον θεατή και καταλαβαίνεις γιατί οι τρεις πιτσιρικάδες που στα 16 τους ήθελαν μόνο να κάνουν πάρτι και να τα σπάνε, έφτιαξαν λίγα χρόνια μετά το “Paul’s Boutique” που στέκεται δίπλα σε ιστορικούς rap δίσκους όπως το “3 Feet High and Rising” των De La Soul, το “It’s a Big Daddy Thing” του Big Daddy Kane, το “Raising Hell” των Run DMC, αλλά και το “Follow the Leader” των Eric B. & Rakim. Θυμάσαι ξανά τις εποχές που δίσκοι όπως το “Check Your Head”, το “Ill Communication” και το “Hello Nasty” έσκαγαν στα μούτρα σου σαν γάργαρα ηχοσύνολα γεμάτα με πυκνές μουσικές απολαύσεις. Οι Beastie Boys έδωσαν άλλο βάθος στο μοντέρνο hip-hop και επαναπροσδιόρισαν το χιούμορ (χωρίς χάχανα) την ευρηματικότητα (χωρίς εξυπνάδες), την περιπέτεια (ποτέ δεν έτρωγαν από τα έτοιμα) και κυρίως το coolness (χωρίς macho μαγκιές). Αν μη τι άλλο η pop κουλτούρα τους χρωστάει πολλά και μας λείπουν.

Posted in Cinema, Music | Leave a comment

Album of the Week #222

Gil Scott-Heron & Makaya McCraven

We’re New Again: A Reimagining by Makaya McCraven

Δεν με ενθουσιάζουν καθόλου τα remakes και η remix ανακύκλωση των δίσκων που διαθέτουν ξεχωριστό μουσικό αποτύπωμα. Ο τελευταίος δίσκος του Gil Scott-Heron κυκλοφόρησε πριν 10 χρόνια και διέθετε αυτοβιογραφικό βάρος, street αξιοπιστία και αφηρημένη δομή. Το I’m New Here λειτουργούσε σαν μαγικό χαλί για να πετάξει ο Gil Scott-Heron, για μια τελευταία φορά, πάνω από όσα αγαπούσε και όσα τον στοίχειωναν ως βιωματικό ποιητή και παλαίμαχο jazzman. H πρόσφατη προσέγγιση του ανήσυχου Makaya McCraven σε αυτό το δίσκο, είναι ανέλπιστα ενδιαφέρουσα καθώς ο μουσικός μεταβολίζει τα master των φωνητικών του I’m New Here, μέσα από ένα κομψό ανακάτεμα έγχορδων, κρουστών και πνευστών. Μια ανάλογη απόπειρα προσέγγισης στο ίδιο υλικό είχε κάνει ο Jamie xx το 2011, όμως η φετινή δουλειά του McCraven δεν παράγει μόνο γοητευτικούς ρυθμούς, αλλά κατασκευάζει ένα jazzy υδροκέφαλο τέρας, εξημερωμένο, φυσικά, με φρέσκια ρυθμολογία.

Το τελικό αποτέλεσμα περιέχει ένα μπαράζ εκπλήξεων που τη μια, ερωτοτροπεί με bluesy μελωδίες και την άλλη, χορεύει πάνω στη βραχνή σοφία του Gil Scott-Heron. Ο McCraven κοιτάει μπροστά, αναμετράται με το φάντασμα του «αόρατου» καλλιτέχνη και απελευθερώνεται από το άγχος να ακουστεί σημαντικός. Και όλα αυτά σε αέναη κίνηση. Τελικά έχει μια δύναμη πολύ πειστική η ανάγκη του μουσικού να ανακατέψει τα υλικά του I’m New Here. Αν, δε, τα περισσότερα τραγούδια έπαιρναν τον χρόνο τους για να αναπτυχθούν και να στρογγυλέψουν, αντί να μοιάζουν με ιντερλούδια, τότε θα μιλούσαμε για τον θρίαμβο του post-production και δεν θα είχαμε κανένα παράπονο.

Από το Avopolis

Posted in Music | Leave a comment

Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Woody Allen

Όσοι αγαπούν το σινεμά του Woody Allen, έχουν το προνόμιο να απολαμβάνουν ένα ετήσιο κινηματογραφικό ραντεβού μαζί του. Ξέρουν ότι, κάποια στιγμή, μέσα στη χρονιά, θα πάνε σε μια αίθουσα, τα φώτα θα χαμηλώσουν, θα πέσουν τα θρυλικά ασπρόμαυρα ζενερίκ (που δεν άλλαξαν ποτέ) με κάποιο swing τραγούδι από τα 30s και για μιάμιση ώρα θα βρίσκονται σε καλά χέρια. Η ταινία είναι άλλες φορές σπουδαία και άλλες μέτρια. Δεν έχει σημασία. Το ραντεβού είναι μια ιεροτελεστία που πρέπει να τηρείται ευλαβικά, όπως θα έλεγαν και οι καλύτεροι ψυχαναλυτές της Νέας Υόρκης.

Αυτό το ραντεβού έσπασε το 2018, όταν η 47η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθέτησε ο Allen, με τίτλο A Rainy Day in New York έμεινε στο συρτάρι. Ένα νέο κύμα εκδικητικής υστερίας στράφηκε ξανά στο πρόσωπό του πριν τρία χρόνια, με αποτέλεσμα το συμβόλαιό του με την Amazon να ακυρωθεί. Ο Woody Allen, στα 84 του χρόνια, ένιωσε κουρασμένος και προδομένος. Θεώρησε ότι αυτό το χρονικό κενό ήταν ιδανικό για να καταγράψει την ιστορία του. Άλλωστε, ξέρει ότι δεν έχει πολύ χρόνο μπροστά του.

Μέσα στις σελίδες του Apropos of Nothing, ο Woody Allen προσπαθεί να χωρέσει όλη τη ζωή του και να αφηγηθεί τα πιο σημαντικά περιστατικά που τον διαμόρφωσαν. Τα κεφάλαια ρέουν απολαυστικά. Στην αρχή η αφήγηση κάνει ένα σλάλομ στα παιδικά χρόνια του, μέσα από την οικογένειά του, την ενασχόληση με την κωμωδία, το πέρασμα στον κινηματογράφο στα τέλη του ’60, τον ήσυχο πρώτο γάμο του με την Harlene Rosen και την εκρηκτική συμβίωση με την μανιοκαταθλιπτική Louise Lasser. Σε αυτό το κομμάτι, οι περιγραφές του Allen είναι γάργαρες και ζωντανές. Αν θυμάστε το voice over στο Radio Days, το συναίσθημα είναι ίδιο. Μέσα από τις περιγραφές του, ξεπηδούν απίστευτοι χαρακτήρες, όπως κομπιναδόροι της γειτονιάς, γραφικοί συγγενείς και ιδιόρρυθμοι φίλοι, σε ιστορίες όπως αυτές που συζητούν οι ήρωες του Broadway Danny Rose. Σε αυτές τις σελίδες διέκρινα πάνω από δέκα «γουντιαλενικά» σενάρια και διηγήματα που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Οι πληροφορίες για τον καλλιτεχνικό κόσμο της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’50 είναι πολύτιμες. Όλα περνάνε μέσα από τον αμίμητο σχολιασμό του αφηγητή: οι δουλειές σε στέκια κωμωδίας, τα πρώτα stand ups, οι θεατρικές δουλειές off-Broadway, τα σκετς στο ραδιόφωνο, τα πρώτα γραψίματα για τηλεοπτικά σόου, οι δουλειές στα καταγώγια του Μανχάταν και οι επιτυχίες στο πλευρό του Johnny Carson. Μέσα σε αυτές τις σελίδες, ο Allen ευχαριστεί με αξιοθαύμαστο τρόπο τους ανθρώπους που του στάθηκαν, μιλάει με τρυφερότητα και αγάπη για την Diane Keaton και ξεκαθαρίζει κάποιες παρανοήσεις γύρω από την περσόνα του, όπως ότι δεν υπήρξε ποτέ διανοούμενος και πως ήταν ιδιαίτερα αθλητικός τύπος. 

Στις πρώτες σελίδες, ο αναγνώστης αισθάνεται σαν τον ψυχαναλυτή που έχει τον Woody Allen στο ντιβάνι να αναλύει με νευρωτικό στυλ, ιστορίες από την εβραϊκή του οικογένεια και να του περιγράφει τις αποτυχίες και τις επιτυχίες του σαν κωμικός. Στη συνέχεια, μαθαίνουμε παρασκηνιακές πληροφορίες για την, τραυματική σχεδόν, συμμετοχή του Allen στο σενάριο του What’s New Pussycat (1965) και του Casino Royale (1967), τις οποίες ο ίδιος απεχθάνεται μέχρι και σήμερα.Μιλάει και για την εμπλοκή του στο θέατρο, με τα έργα Play It Again, Sam (έγινε ταινία το 1972 από τον Herbert Ross) και το Don’t Drink the Water (το διασκεύασε ο ίδιος για την τηλεόραση, πολλά χρόνια αργότερα). Κάπου εκεί αλλάζει ο τόνος των αφηγήσεων και περνάμε στα πρώτα δημιουργικά χρόνια του ιδιοφυούς κωμικού auteur, ο οποίος τραβάει τον δικό του μοναχικό δρόμο, με απόλυτο δημιουργικό έλεγχο και με ξεχωριστή φωνή. Οι σελίδες ρίχνουν φως σε μια αξεπέραστη δημιουργικά εποχή, ανάμεσα σε δυο ψευδοντοκιμαντέρ: το παρανοϊκό Take the Money and Run (1969) και το κοινωνιολογικό μανιφέστο του Zelig (1983). Ο δημιουργός τους, αφηγείται ιστορίες πίσω από την έμπνευση της extreme παρωδίας Bananas (1971) και του παραληρηματικού Love and Death (1975). Μέχρι, φυσικά, το αριστούργημα Annie Hall (1977), που άλλαξε μια για πάντα το genre της ρομαντικής κομεντί, αλλά και το σινεφίλ επίτευγμα του Manhattan (1979). Ο Woody Allen μας αναλύει με χάρη και αποστασιοποίηση, τους λόγους που παρεξηγήθηκε, μεταξύ άλλων, το μπεργκμανικό Interiors (1978) και το αυτοβιογραφικό Stardust Memories (1980) και μιλάει για την jazz, το κλαρινέτο, τα Όσκαρ και άλλα θέματα που δεν θες να εξαντληθούν ποτέ. Κάπου εκεί, έρχεται η Mia Farrow στη ζωή του και κάπως έτσι, αλλάζει ξανά το ύφος του βιβλίου.

Ο Allen είναι αξιοπρεπής και δεν έχει καμία σχέση με την cancel culture που στήνει καθημερινό πανηγύρι πάνω σε ακραίο κουτσομπολιό. Περιγράφει, λοιπόν, το ξεκίνημα της σχέσης του με την Mia Farrow, με την τρυφερότητα και την φροντίδα που του αρμόζει. Μας εξηγεί τι τον γοήτευσε σε αυτό το όμορφο και λαμπερό κορίτσι και τον τρόπο που η σαγηνευτική της αύρα, τον έκανε να μη δώσει σημασία σε «κόκκινες σημαίες» που ήταν εκεί από την πρώτη μέρα και έπρεπε να τον κάνουν να τρέξει μακριά και να πάρει ασφαλιστικά μέτρα. Ο σκηνοθέτης αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου στο να παραθέσει, με λογικό και ψύχραιμο τρόπο, όλα τα εξωπραγματικά ψέματα που εξαπέλυε η Mia Farrow επί σειρά ετών με στόχο να τον εξοντώσει. Ο ίδιος απορεί (όπως και όλοι οι νοήμονες άνθρωποι) που ακόμη υπάρχει κόσμος που θεωρεί ότι είναι «παιδεραστής» (!) που «βίασε» (!) την «ανήλικη» (!) «κόρη του» (!!!) – πόσα λάθη σε λίγες λέξεις. Μάλιστα, ο ίδιος αισθάνεται ντροπή που το στρατόπεδο της Farrow εκμεταλλεύτηκε το hype ενός δίκαιου νεοφεμινιστικού ρεύματος (#metoo) για να εξαπολύσει ένα νέο κύμα συκοφαντικού μίσους.

Μετά το νοσηρό κλίμα υστερίας και παραπληροφόρησης, ο Allen αφιερώνει μερικά κεφάλαια και μας εξηγεί τα αυτονόητα. Με την Farrow δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Σε όλη τη διάρκεια της 12ετούς επαφής τους, ουδέποτε έζησαν στο ίδιο σπίτι και κοιμήθηκαν μαζί μόνο μερικές νύχτες, τα πρώτα δυο χρόνια της σχέσης τους. Μέχρι το 1990, η επαφή τους είχε γίνει απολύτως τυπική και είχε περιοριστεί στις κινηματογραφικές συνεργασίες τους. Άλλωστε, η Mia Farrow συμμετείχε σε 12 ταινίες του σκηνοθέτη που κατάφερε να γυρίσει σε ισάριθμα χρόνια, μέχρι το 1992 και το υπέροχο Husbands and Wives. Ο Allen έδειξε αφοσίωση μόνο στην Dylan Farrow, την οποία δέχτηκε να υιοθετήσει, αλλά και τον Moses Farrow. Με τα υπόλοιπα παιδιά, δεν είχε καμία επαφή. Η πρώτη ουσιαστική επαφή του με την 20χρονη, τότε, Soon-Yi Previn, έγινε μόλις το 1990. Στη δεκαετία του ’80, ο Γούντι Άλεν δεν βρέθηκε ποτέ μόνος του μαζί της. Το 1992 η Mia ανακάλυψε ότι ο 56χρονος, τότε, Allen και η υιοθετημένη κόρη της είχαν ξεκινήσει μια ρομαντική σχέση μερικούς μήνες πριν. Η οργή της Farrow ήταν μεγάλη. Έλεγε στα υπόλοιπα παιδιά ότι ο μπαμπάς τους είναι ανώμαλος και ότι βίαζε την «νοητικά καθυστερημένη» αδερφή τους. Το σπίτι γέμισε με χαρτιά και σημειώσεις σε πόρτες και τοίχους, που έγραφαν ότι ο παιδόφιλος είναι ανεπιθύμητος, μιας και αφού αποπλάνησε τη μία αδερφή, τώρα είχε βάλει στο μάτι και τη μικρή, που ήταν 7 χρονών. Η Mia Farrow υπήρξε βάναυση και ασκούσε σωματική βία στα παιδιά της και οι κατηγορίες της χαρακτηρίστηκαν παρανοϊκές σε δυο ξεχωριστές έρευνες, προτού αποσυρθούν ως ανυπόστατες.

Σύμφωνα με το φανταστικό σενάριο, ενώ  ο Woody Allen ζούσε ένα δραματικό και δυσβάστακτο δικαστικά διαζύγιο, με όλα τα ΜΜΕ να τον καταδιώκουν και πάνω που ξεκινούσε μια ρομαντική σχέση με την 22χρονη Soon-Yi (η οποία δεν ήταν προϊόν φετιχισμού προς νεαρότερες γυναίκες, καθώς μετράει 30 χρόνια πλέον, με τα 23 από αυτά, σε έναν ευτυχισμένο γάμο), βρήκε τρόπο να απομονώσει για λίγα λεπτά την Dylan και να την κακοποιήσει σεξουαλικά, σε μια επίσκεψη στο σπίτι με παρούσες νταντάδες και αστυνομικούς. Ο Allen πέρασε ανιχνευτή ψεύδους, τον οποίο η Farrow αρνήθηκε να περάσει. Η Dylan αναγκάστηκε με το ζόρι να ομολογήσει στην κάμερα ότι ο μπαμπάς της έκανε κάτι κακό, μετά από τρεις μέρες γυρισμάτων και μοντάζ. Όσες νταντάδες αρνήθηκαν να ενισχύσουν τα ψέματα, απολύθηκαν αμέσως. Όσον αφορά τη ζωή της Farrow, ο πατέρας της κακοποιούσε τους αδερφούς της, ενώ, ο αγαπημένος αδερφός της πήγε στη φυλακή, καθώς κρίθηκε ένοχος για βιασμό αγοριών. Η ίδια παντρεύτηκε τον Frank Sinatra όταν ήταν 21 ετών. Ο Frank ήταν 50 όταν άρχισαν να βγαίνουν. Αν οι κατηγορίες για «ανήθικη» σχέση ευσταθούν για τον Allen, τότε θα πρέπει να «καίνε» και τον πρώτο σύζυγό της. Πολλά από τα παιδιά που υιοθέτησε, αυτοκτόνησαν από κατάθλιψη. Κανείς δεν κατηγόρησε για παιδεραστία τον Allen πριν ή μετά τη Farrow, ενώ δεν είχε ποτέ σχέσεις με νεαρότερες γυναίκες. Ο άλλος γιος της, ο Moses, βγήκε πριν μερικά χρόνια και είπε την αλήθεια στο blog του, ομολογώντας ότι η μητέρα τους ήταν περίπου ψυχοπαθής και τους έκανε πλύση εγκεφάλου, ενώ τους χτυπούσε συστηματικά. Ο Allen δίνει απίστευτες λεπτομέρειες πάνω σε πολλά ζητήματα που αφορούν τα παραπάνω περιστατικά. Τα λέει με αγάπη για τα κακοποιημένα παιδιά, με πικρία για τις τσακισμένες σχέσεις και με την στεναχώρια ενός ανθρώπου που δεν έχει πολύ χρόνο μπροστά του και έχει να αντικρίσει την κόρη που αγάπησε πάνω από 25 χρόνια.

Όσο για την καριέρα του, ο Allen υμνεί τις ερμηνείες της Farrow στο Alice (1990) και το Another Woman (1988). Eκτιμάει ότι έπρεπε να κόψει την ιστορία που έπαιζε ο ίδιος και να αφήσει χώρο στην ιστορία του Martin Landau στο Crimes and Misdemeanors (κάνεις λάθος Woody, η μια συμπληρώνει την άλλη ιδανικά). Θαυμάζει την ακατέργαστη ενέργεια του Husbands and Wives (1992), την ομορφιά του Bullets Over Broadway (1994) και την ανεμελιά του Everyone Says I Love You (1996), ενώ βαριέται το Small Time Crooks (2000). Δεν εμβαθύνει πολύ στη φιλμογραφία του των δύο τελευταίων δεκαετιών και προτιμά να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάστηκε και αυτούς που τον στήριξαν. Εκφράζει τον θαυμασμό του για την Scarlett Johansson (Match Point) και την Emma Stone (Magic in the Moonlight). Μιλάει για τη λατρεία του στον Tennessee Williams και το πώς προσπάθησε να τον μιμηθεί σε ταινίες του όπως το Blue Jasmine και το Wonder Wheel. Μιλάει για πολλά και με μπόλικη γενναιοδωρία. 

Το πότε θα προβληθεί η 48η σκηνοθετική δουλειά του Woody Allen, με τίτλο Rifkin’s Festival είναι άγνωστο. To πόσες ταινίες έχει ακόμη μέσα του, επίσης είναι άγνωστο. Μπορεί να είναι πολλές, μπορεί και καμία. Το σίγουρο είναι ότι ο σκηνοθέτης αισθάνεται τυχερός που πέτυχε όσα πέτυχε, αλλά και ότι δεν θαυμάζει τη δουλειά του όσο εμείς, Πλησιάζοντας τα 85, νιώθει μια πίκρα για το ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που έχουν μια θολή ιδέα περί «αποπλάνησης της ανήλικης κόρης του». Η αυτοβιογραφία του, Apropos of Nothing, αφήνει μια πικρή γεύση στο τέλος. Τουλάχιστον, όμως, ο ίδιος έχει βρει την αγάπη στο πλευρό της πιστής συντρόφου του, την οποία δεν έχει αποχωριστεί ποτέ και μαζί βλέπουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν και να σπουδάζουν σε υγιές και ασφαλές περιβάλλον. Ακόμη και οι εκδοτικοί οίκοι αρνήθηκαν να εκδώσουν το βιβλίο του γιατί υπέκυψαν στις εκβιαστικές πρακτικές που εφαρμόζει η αυλή του Ronan Farrow. Δεν το κατάφεραν. Οι ταινίες του, τα βιβλία του και τα έργα του θα είναι για πάντα εκεί. Οι υπόλοιποι που τον έβλαψαν, ας ψυχορραγούν μέσα από κίτρινα clickbait, ας οργανώνουν εκστρατείες μίσους, ας καπηλεύονται ανθρωπιστικά κινήματα για τα πάθη τους και ας τρώνε τις σάρκες του για να νιώσουν σημαντικοί.

 

Η αυτοβιογραφία του Woody Allen, Apropos of Nothing, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Arcade Publishing.

Posted in Cinema | Leave a comment

Album of the Week #221

Nine Inch Nails

Ghosts V & VI

Στις ημέρες της πανδημίας, οι Nine Inch Nails έδωσαν στην κυκλοφορία δυο instrumental album για να μας βοηθήσουν να διαχειριστούμε την αγριότητα των ημερών. Ο Trent Reznor και ο μόνιμος συνεργάτης του, ο Atticus Ross, ένιωσαν μια ανάγκη να συνδεθούν με το ακροατήριό τους εκεί έξω. Απευθύνεται σε «φίλους» λοιπόν ο Reznor, όπως αναφέρει στο website του και μας χαρίζει ένα δικέφαλο τέρας που μας παρασύρει σε μια καθοδική πορεία στις ανθρώπινες φοβίες και ανασφάλειες.

Το Ghosts V: Together (με το λευκό εξώφυλλο) είναιτο πιο «ελπιδοφόρο»και στρώνει έναν χάλκινο ambient τάπητα για όσους βλέπουν όμορφες μέρες στο βάθος του τούνελ. Το Ghosts VI: Locusts (με το μαύρο εξώφυλλο) είναι το πιο «δυσοίωνο» και προσφέρει ένα άρτιο τεχνολογικά electro πανωφόρι σε όσους κάνουν τις πιο απαισιόδοξες σκέψεις. Ο Reznor και ο Ross έχουν επιλεληθεί κάμποσα soundtracks (Social Network, The Girl with the Dragon Tattoo), όμως, εδώ συνεχίζουν τον διάλογο που είχε αρχίσει το 2008, με το διπλό Ghosts I—IV και ποντάρουν στις αγωνιώδεις διακυμάνσεις του ακροατή μέσα από μια θύελλα οργανωμένου θορύβου.

Από την πιανιστική ambient σε χρώμα σταχτί και τα φουτουριστικά prog keyboards που μυρίζουν θειάφι, υπάρχουν πολλά για να χωνέψει ο ακροατής εδώ. Η παράνοια των ημερών βρίσκεται σε πλήρη χημική ένωση με τις ηλεκτρονικές παραμορφώσεις της παραγωγής. Ο Trent Reznor διαθέτει την αυτοπεποίθηση ενός αρωγού της προσωπικής του τέχνης και παράγει ένα έξοχα εναρμονισμένο χάος. Τα ντελικάτα, ψυχεδελικά μονοπάτια που επιτίθενται στις υγρές μελωδίες και οι παχύρρευστες λούπες που προκαλούν μια noir ατμόσφαιρα, είναι χρήσιμα καταπραϋντικά δώρά για να αντέξουμε την επικαιρότητα, που μοιάζει να μας καταπίνει σαν κινούμενη άμμος.

Από το Avopolis

Posted in 3 | Leave a comment

Unorthodox

Η μίνι σειρά με τον τίτλο Unorthodox έχει πετύχει να γίνει το μεγάλο τηλεοπτικό sensation του Απριλίου, με εκατομμύρια θεάσεις παγκοσμίως. Η ιστορία είναι απλή στη δομή της, ανθρωποκεντρική στα μηνύματά της και στρωτή στην εξέλιξή της. Είναι ενδιαφέρον το ότι μια σειρά τεσσάρων επεισοδίων που, από τη μια, δεν έχει να περηφανεύεται για κάποιο καλλιτεχνικό αποτύπωμα και από την άλλη, δεν ντρέπεται για την τηλεοπτική της φτιαξιά, καταφέρνει να χτυπήσει φλέβα συναισθήματος σε εκατομμύρια θεατές.

Η «αλήθεια» είναι το σπαθί και η πανοπλία αυτού του δράματος. Η αναπαράσταση μιας βιωμένης πραγματικότητας από τη σκοπιά μιας γυναίκας που έδωσε τη μάχη της για τα αυτονόητα μιας κανονικής ζωής. Η νεαρή, μικροπαντρεμένη, χασιδική αμερικανοεβραία, θα αποδράσει ήσυχα αλλά αποφασιστικά από την κλειστή κοινότητα στο Μπρούκλιν, για ένα νέο ξεκίνημα στο φιλόξενο Βερολίνο. Η ξαφνική φυγή της Esther Shapiro (ή απλά, Esty) από το κλειστό περιβάλλον σκληροπυρηνικών παραδόσεων και αφοσιωμένης λατρείας των χασιδιστών, θα προκαλέσει τριγμούς στον θρησκευτικό της μικρόκοσμο. Ο ταπεινός και αφελής σύζυγός της, ο Yanky, μαζί έναν αποφασιστικό φίλο του, θα αναζητήσουν την άσωτη νύφη στο Βερολίνο με σκοπό να την επαναφέρουν στον ενάρετο δρόμο.

Τα τέσσερα επεισόδια της σειράς, σκηνοθέτησε η Maria Schrader, η οποία διασκεύασε την αληθινή ιστορία της Deborah Feldman, πάνω στο bestseller της οποίας βασίστηκε το σενάριο. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν πρόκειται για ενδιαφέρουσα και ψυχαγωγική δουλειά, ωστόσο, η σειρά δεν εξερευνά ποτέ επαρκώς τη μάχη με την κοινωνική προκατάληψη και τη ρήξη με τις παραδοσιακές διδαχές του αρχαίου cult. Φυσικά και η απόδραση από την ασφάλεια της οικογένειας ξεδιπλώνει το μεγαλείο της ψυχής και τη δύναμη της θέλησης, όμως τα εσωτερικά διλήμματα, οι τυχόν ενοχές, οι συνέπειες της ρήξης, η αβεβαιότητα στα αχαρτογράφητα νερά της Ευρώπης και οι πειρασμοί της κοσμικής ζωής, περνάνε στα πεταχτά.

Η ερμηνεία της 25χρονης ισραηλινής ηθοποιού Shira Haas είναι ικανοποιητική (αν και συχνά βασίζεται σε μανιέρα «εξωγήινου» που προσγειώθηκε στη Γη) αλλά στις 3 (!) ώρες καθαρής διάρκειας, ο φακός δεν εμβαθύνει στο συναισθηματικό δράμα και το φιλοσοφικό δίλημμα. Η ταλαντούχα ηθοποιός θέλει και δείχνει ότι μπορεί να χαθεί στο δέρμα ενός χαμένου πλάσματος που βρίσκεται παγιδευμένο στις νέες του ελευθερίες, αλλά νιώθεις πως οι μόνες σκηνοθετικές εντολές που έχει, είναι να κοιτάζει συνεχώς με έκπληκτο βλέμμα, σαν να αντικρίζει δεινόσαυρο.

Στη μοναδική στιγμή που η Esty τολμάει να προσεγγίσει λίγο τα συναισθήματά της, λέει ότι έφυγε από τη χασιδική κοινότητα του Μπρούλκιν γιατί «ο Θεός ζητούσε πολλά από αυτήν». Επικράτησε άραγε η ανάγκη για γυναικεία επανάσταση απέναντι στη δουλεία του νυφοπάζαρου; Την κινητοποίησε το πάθος για το πιάνο και τη μουσική; Απαρνήθηκε τον Θεό και τις θρησκευτικές διδαχές που την γαλούχησαν για φιλοσοφικούς λόγους; Οι υποσχόμενες ηδονές της ευρωπαϊκής μητρόπολης την έκαναν να απαρνηθεί την αυταρχική πατριαρχία; Η ανεκτικότητα του Βερολίνου της προσέφερε πνευματικές ελευθερίες; Το ανυπότακτο πνεύμα της δεν άντεξε το συντηρητικό της περιβάλλον; Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα στο τι από τα παραπάνω υπερίσχυσε στο μυαλό της καταπιεσμένης σωματικά και ψυχολογικά ηρωίδας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε μια άρτια καλλιτεχνικά και ολοκληρωμένη σκηνοθετικά πρόταση, το «όλα τα παραπάνω μαζί» δεν αποτελεί απάντηση.

Θα ήταν ωραίο να πλησιάσουμε σε βάθος την ταλαιπωρημένη ψυχολογική διάθεση της ηρωίδας και να κατανοήσουμε το θέση της. Δυστυχώς το Unorthodox, ενώ κυλάει σαν άτολμο μελόδραμα που λέει «αλήθειες», επομένως δεν μπορείς να το κακοκαρδίσεις, διαθέτει αφήγηση χωρίς κέντρο βάρους και χωρίς εσωτερικότητα. Ο χειριστικός μελοδραματισμός του είναι που κάνει το θαύμα και σε αυτόν τελικά οφείλεται η τεράστια επιτυχία της σειράς.

Από το Avopolis

Posted in TV | Leave a comment

Album of the Week #220

La Roux

Supervision

Το παλεύει πολύ η Elly Jackson τα τελευταία 11 χρόνια να γίνει υπολογίσιμη δύναμη στον χώρο της synthpop. Δεν το βάζει κάτω ακόμη και μετά τον καλλιτεχνικό χωρισμό της με τον παραγωγό Ben Langmaid, με τον οποίο ξεκίνησε σαν ντουέτο. Για κάποιο λόγο, θεωρεί ότι το brand name La Roux έχει ένα σημαντικό αποτύπωμα να αφήσει. Αν έχει δίκιο να επιμένει, δεν έχει φανεί στο Supervision.

Η επιτυχία που σημείωσε η Elly με τραγούδια όπως το “In for the Kill” και το “Bulletproof” στο ξεκίνημά της, δημιούργησαν προσδοκίες για να μια φρέσκια φωνή, η οποία θέλει τον «συνθετικό» ήχο της χαρούμενο και εξωστρεφή. Η ίδια απέδειξε από νωρίς ότι ξέρει πώς να γράφει μουσική γεμάτη μνήμες από την αθώα εποχή (του ’60 ή του ’80, αναλόγως ποια εποχή θεωρεί ο καθένας μας πιο αθώα), όταν οι άνθρωποι άρχιζαν να ανακαλύπτουν τις χαρές των πρωτόλειων ηλεκτρονικών οργάνων και να πειραματίζονται με τα πλήκτρα.

Η Elly Jackson σήμερα, γνωρίζει ότι οι αγνές new wave ευαισθησίες που βασίζονται στους χορευτικούς ρυθμούς των synths, θα έχουν πάντα την ικανότητα να ζεσταίνουν την καρδιά οποιουδήποτε ακροατή. Ποντάρει λοιπόν στα σίγουρα και καλά κάνει. Ωστόσο, πουθενά μέσα στον τρίτο δίσκο της δεν εντοπίζω μια αληθινή σπίθα έμπνευσης. Πουθενά δεν υπάρχει μια συναισθηματική φόρτιση ή ένα ξέφρενο πάθος για ρυθμό. Τίποτα σέξι και τίποτα θελκτικό. Τα τραγούδια της έχουν γραφτεί με άξονα την ευδαιμονία της πληκτροφόρας, ανέμελης pop και την ευρωπαϊκή synthpop μυθολογία.

Όλη αυτή η αισιόδοξη και ψυχαγωγική διάθεση ξέρει προς τα που να πάει και που ακριβώς να απευθυνθεί, με αποτέλεσμα να αιωρείται αμήχανα στο κενό και να εξατμίζεται. Ούτε το εφηβικό ακροατήριο της κουλτούρας του smartphone δεν θα τσιμπήσει με αυτό το αναχρονιστικό groove, ούτε τα ωριμότερα ακροατήρια θα βρουν ιδέες και ρεφρέν να ακουμπήσουν. Ίσως κάποιες στιγμές που πατάνε στην funky disco του ’70, όπως το “Do You Feel” ή το “Otherside” να διασώζουν την τελική ηχητική εικόνα του δίσκου. Όμως η ατμόσφαιρα, παραμένει βαρετά καθαρή και υπερβολικά ιονισμένη για να είναι άξια λόγου.

Η θετικότητα και η καλή διάθεση δεν αρκούν. Συγγνώμη.

Από το Avopolis

Posted in Music | Leave a comment

Album of the Week #219

The Weeknd

After Hours

Κοντεύει σχεδόν μια δεκαετία από τότε που ο Weeknd μας τα έσκασε στον εγκέφαλο με την βρώμικη και σέξι ατμόσφαιρα της τριλογίας των EP/mixtapes του. Έκτοτε, με κάθε νέα του κυκλοφορία ανεβαίνει πολλά σκαλιά στο pop stardom. Στο φετινό After Hours συναντάμε ξανά την απολαυστική του space soul που ξεδιπλώνεται σε σατέν σεντόνια και την ηδονιστική του pop η οποία είναι τίγκα στις αμφεταμίνες. Αυτή τη φορά όμως, κυριαρχούν οι μνήμες της συνθετικής pop των 80s.

Οι παλαιότεροι δίσκοι του ταλαντούχου μουσικού έμοιαζαν να προορίζονται για ημιφωτισμένα καταγώγια, αλλά το After Hours μοιάζει ιδανικό για λουσάτες νύχτες στο Χόλιγουντ και το Λας Βέγκας. Τα νέα τραγούδια του έκφυλου soulman είναι επαρκώς γκλαμουράτα, ώστε να τυφλώσουν και τα λευκά ακροατήρια.

Βέβαια, ο δίσκος αργεί να πάρει μπρος. Τα πράγματα ξεκινούν να αποκτούν ενδιαφέρον μετά το παραληρηματικό “Faith” ή μάλλον μετά το “Blinding Lights” που φέρνει αναθυμιάσεις από το “Take on Me” των A-Ha. Το “Blinding Lights” ακούγεται σαν το τραγούδι που θα χόρευε ο ήρωας μιας macho περιπέτειας της δεκαετίας του ’80, στη σκηνή που θα κέρδιζε το κορίτσι, αφού είχε καθαρίσει ολόκληρο το καρτέλ ναρκωτικών. To “Save Your Tears” αφήνει μια μια γλυκύτητα τσιχλόφουσκας, το “In Your Eyes” έχει λυγερή μελωδία που απογειώνεται με τα jazzy σαξόφωνα και το ομώνυμο “After Hours” διαθέτει σαλονάτο coolness και εντυπωσιακές ηλεκτρονικές «πλάτες» που ταιριάζουν με φωτισμό neon.

Ο Weeknd διαθέτει συγχρόνως μια αδιόρατη μελαγχολία στην έκφραση. Όμως, πρόκειται για τη μελαγχολία κάποιου που αισθάνεται ότι τα όργια δεν του λένε πια τίποτα και σκέφτεται να αράξει σε ένα νησί της Καραϊβικής –μη φανταστείτε τίποτα υπαρξιακό. Επομένως, όσο βελούδινες και να ακούγονται οι μελωδικές υφάνσεις πολλών τραγουδιών του, σε ενοχλεί που δεν συμβαίνει τίποτα βαθύτερο.

Από το Avopolis

Posted in Music | Leave a comment

Album of the Week #218

Tennis

Swimmer

Διαθέτουν κάτι απίστευτα cool η Alaina Moore και ο Patrick Riley. Πρόκειται για το παντρεμένο ζευγάρι που αποτελεί τους Tennis. Από τον πρώτο δίσκο τους, το Cape Dory (2011) είχε φανεί πως είναι μυστήριο τρένο οι Tennis ή πιο σωστά, μυστήρια βάρκα. Πάντα αφήνουν την αίσθηση ότι τα τραγούδια τους γράφτηκαν σε ιστιοπλοϊκό και ότι ακούγονται ιδανικά όταν σαλπάρεις για κοντινά θαλάσσια ταξίδια.

Αυτά τα ρετρό χτενίσματα στα εξώφυλλα, οι μπλαζέ πόζες, η ναυτική μόδα και τα ρούχα από πολυέστερ, μου έκαναν τους Tennis εξαιρετικά συμπαθείς από την πρώτη στιγμή.

Το Swimmer μπορεί να μην ξεφεύγει από το πλαίσιο της «popτσιχλόφουσκας» και τα στεγανά της μελαγχολικής pop για καλοκαιρινά απογεύματα, τις ώρες που όλα είναι όμορφα και γεμάτα υποσχέσεις. Όμως σε κάνουν να αισθάνεσαι καλά. Αληθινά καλά.

Φανταστείτε μια Gwen Stefani (προτού ποτίσει πάνω της το σελεμπριταριό) να τραγουδάει κομμάτια πάνω σε ακριβό yacht αφού έχει ακούσει για πολλές ώρες τα girl bands της δεκαετίας του ’60. Φανταστείτε τους Saint Etienne να ντύνουν τα τραγούδια της, με lo-fi πλήκτρα και με όσα μικρά όργανα χωρούσαν στις βαλίτσες τους για την μικρή μουσική κρουαζιέρα. Προσθέστε στο παράδοξο στιλιστικό πακέτο και κάτι χίπστερς που θεωρούν ήδη ξεπερασμένους τους Vampire Weekend αλλά έχουν φετίχ με οτιδήποτε vintage, να χορεύουν με ολόσωμα μαγιό και έχετε ολοκληρωμένο το φαντασιακό πλαίσιο που θα απογείωνε ο νέος δίσκος των Tennis.

Χωρίς αμφιβολία, λείπει η αίσθηση περιπέτειας που θα έφερνε ένας τολμηρός μουσικός σαν τον Ariel Pink στην παραγωγή και στις αρμονίες. Δεν συμβαίνουν σοβαρά δράματα στο δίσκο. Το λιμενικό είναι σε απόσταση αναπνοής για να μας σώσει αν κάτι πάει στραβά. Τουλάχιστον, όμως, η αίσθηση οικονομίας δεν αφήνει τα νερά να μπουν στη βάρκα, η λεπτή ειρωνεία (“Tender as a Tomb”) και τα ψυχεδελικά παιχνίδια μας ξεγελάνε ευχάριστα και κάποια τραγανά beat εδώ κι εκεί δεν μας αφήνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν διακυβεύεται τίποτα σπουδαίο στο δίσκο.

Ακόμη και με αυτές τις συμβάσεις, τραγούδια όπως το “Need Your Love” αφήνουν ενδιαφέρουσα γεύση ως «σοφιστικέ ποπ» σφηνάκια για τις ώρες της τεμπελιάς, και ακούγονται μια χαρά.

Από το Avopolis

Posted in Music | Leave a comment

Σαδισμός, αντιήρωες και αιλουροειδή: Δύο ακραία ντοκιμαντέρ του Netflix

Tiger King: Murder, Mayhem and Madness

&

Don’t F**k with Cats: Hunting an Internet Killer

Δυο πρόσφατα ντοκιμαντέρ του Netflix έχουν αποτελέσει τηλεοπτικό success story παγκοσμίων διαστάσεων. Το πιο αξιοθαύμαστο σχετικά με τις δυο αυτές δουλειές είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αλλόκοτες ιστορίες τους εξελίσσονται. Σαν να παίρνουν τη δική τους, τερατώδη μορφή, με τους σκηνοθέτες να ακολουθούν ασθμαίνοντας. Η μονταζιέρα αναλαμβάνει να προλάβει τις αποκαλύψεις, να τεμαχίσει τα γεγονότα και να περιχαρακώσει την ανθρώπινη φρικαλεότητα. Ο θεατής δεν έχει παρά να ακολουθήσει την απενοχοποιημένη επιθυμία του για ηδονοβλεπτικούς κόσμους όπου κυριαρχεί το trash και η φρίκη, σε ένα παγκόσμιο ψηφιακό σουαρέ.

Στα επτά (προς το παρόν) επεισόδια του Tiger King παρακολουθούμε ένα μείγμα παρανοϊκών χαρακτήρων που έχουν φετιχιστική, εμπορική σχέση με τα αιλουροειδή. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Joe Exotic, μια ακραία περσόνα που μοιάζει να έχει καλλιεργηθεί σε reality θερμοκήπια και προορίζεται για φτηνά show της επαρχίας. Δεν μπορεί να περιγράψει κανείς εύκολα τον Joe Exotic καθώς φαίνεται να κατοικούν στο μυαλό του πολλές προσωπικότητες: ο αδίστακτος επιχειρηματίας που μέσα από το παρεμπόριο φυλακίζει άγριες τίγρεις στο πάρκο του. Ο αποτυχημένος country τραγουδιστής, που μέσα από φτηνές μπαλάντες υμνεί τη σχέση του με τα ζώα. Ο redneck που κυκλοφορεί με κουμπούρια. Ο ανοιχτά gay αγελαδάρης που δηλώνει πολύγαμος. Ο cult leader που παρέχει ασφάλεια στο κοινόβιο. Ο μαφιόζος της νύχτας που παραγγέλνει δολοφονίες και ο παρουσιαστής εκπομπών trash tv, που βγάζει κηρύγματα μίσους.

Οι ανταγωνιστές που τον πλαισιώνουν σε αυτή την ιστορία προδοσίας και διαστροφής περιφέρουν το δικό τους freak show στα δικά τους πάρκα, σε μια πραγματικότητα βγαλμένη από την κρεατομηχανή των πολιτειών που πίνουν νερό στο όνομα του Donald Trump. Απέναντι από τη μεγαλομανία του Joe Exotic βρίσκεται το αντίπαλο δέος, η Carole Baskin. Η άλλη όψη του νομίσματος έχει τη μορφή μιας γυναίκας αράχνης η οποία υποτίθεται ότι πρεσβεύει τους υπέρμαχους των δικαιωμάτων των ζώων. Η Carole είναι η ρεπουμπλικανική φιέστα του κιτς. H cougar που ζει σε έναν κόσμο που τα πάντα καλύπτονται από animal print.

Η ναρκισσιστική διαταραχή των δυο αυτών ανθρώπων ξεπερνάει τα όρια των μιμητικών εντυπώσεων και η μανία τους να μανιπιουλάρουν όσους βρίσκονται κάτω από τη δούλεψή τους, (αλλά και όσους είναι παντρεμένοι μαζί τους -οι ίδιες πελατειακές σχέσεις ισχύουν) θα οδηγήσει σε μια αέναη κόντρα βίας και θανάτου, με ιστορίες που αφήνουν στο θεατή την άσχημη αίσθηση μιας country μπαλάντας που ζέχνει τραγόμαλλο.

Με ανάλογο τρόπο, η εξερεύνηση του σύγχρονου “decline of western civilization” με τα υλικά του docudrama είναι συναρπαστική και στα 3 επεισόδια του Don’t F**k with Cats. Μια ανάρτηση ενός αινιγματικού snuff video στο οποίο απεικονίζεται ο βίαιος θάνατος δυο γατιών θα δώσει το έναυσμα για το online ανθρωποκυνηγητό του σαδιστή που κρύβεται πίσω από την απάνθρωπη αυτή πράξη. Τα social media θα ενώσουν μια ομάδα εξοργισμένων φιλόζωων που θα οργανωθούν με προσήλωση για να εντοπίσουν τα ψηφιακά ίχνη του ψυχοπαθή. Οι Πουαρό του πληκτρολογίου θα κάνουν ιερή σταυροφορία για να πλησιάσουν τον zodiac των γατιών και να τον ωθήσουν σε ένα ναρκισσιστικό παιχνίδι με την φήμη, που θα έχει ως αποτέλεσμα αγριότερες εικόνες.

Η ακόρεστη μανία για χολιγουντιανό μύθο και για tabloid φήμη, είναι αυτή που δίνει άλλοθι για να απελευθερωθούν τα δολοφονικά ένστικτα που θα πάνε τα όρια της ακρότητας ένα οδυνηρό βήμα παρακάτω. Η ωραιοπάθεια και η θρησκευτική λατρεία σε οτιδήποτε φέρνει virality θα οπλίσει το χέρι του και το κυνήγι θα θεριέψει μέσα από κλειστά forum που εξετάζουν διαδικτυακά αποτυπώματα και συγκρίνουν το digital DNA των εικονικών προφίλ που παίζουν ένα παιχνίδι προς μαζική κατανάλωση.

Τόσο ο δολοφόνος του Don’t F**k with Cats όσο και οι ψυχωτικοί χαρακτήρες του Tiger King προέρχονται από την ίδια μήτρα που παράγει ανάλογα “human scums”. Οι χαρακτήρες των δυο ντοκιμαντέρ, είτε πρόκειται για εκκεντρικούς κρετίνους που φαντασιώνονται ότι θα διακοσμήσουν όλο τον κόσμο με λεοπάρ ταπετσαρία, είτε για έναν σφαγέα που θέλει να πέφτει το ίντερνετ μετά από κάθε φόνο, είναι σάρκινοι, αληθινοί και προέρχονται απ’ το παχύ έντερο της πιο εφιαλτικής Αμερικής. Διαταραγμένοι άνθρωποι που δεν έχουν συνθηκολογήσει με την ανωνυμία τους και εγκληματούν πάνω σε ζώα.

Αν αξίζουν τα δυο ντοκιμαντέρ; Φυσικά. Το Tiger King, για τον τρόπο που το μοντάζ προσπαθεί να χωρέσει το αλαλιασμένο ρεπορτάζ και το Don’t F**k with Cats, για τον τρόπο που κλιμακώνει το σασπένς και πατάει τα κουμπιά των μηχανισμών της δίκαιης αυτοδικίας στον θεατή. Τα δυο ντοκιμαντέρ αποτελούν μια πολιτικά φορτισμένη σηματοδότηση του σαδισμού. Έναν παλμογράφο της ψυχολογικής διάθεσης των αντιηρώων τους. Το δυστυχές και στις δυο περιπτώσεις είναι η κακοποίηση των περήφανων αιλουροειδών, των τρυφερών τίγρεων, των πανέμορφων λιονταριών και των ανυπεράσπιστων κατοικίδιων, εξαιτίας της βαρβαρότητας του ανθρώπινου είδους, που μεταλλάσσεται μέσα από τη ζύμωση της ποπ κουλτούρας και μπαίνει σε μια νέα ψυχολογική πραγματικότητα.

Posted in TV | Leave a comment

Album of the Week #217

070 Shake

Modus Vivendi

Υποθέτω ότι θα έχει καλούς λόγους η 22χρονη Danielle Balbuena από το Νιου Τζέρσεϊ, για να θέλει να εκφράσει στον πρώτο της δίσκο τα «αδικαίωτα» συναισθήματα που τη ζορίζουν. Απόφοιτη της σχολής του Kanye West η Danielle, χρησιμοποιεί το όνομα 070 Shake για να επικοινωνήσει με μπλαζέ μελαγχολία και με αρκετό τσαμπουκά τα συναισθήματά της, μέσα από emo-rap ρυθμούς, που δεν βρίσκουν απόλυτα τον στόχο τους. Μάλλον, δεν μπορώ να συμπεράνω ποιον ακριβώς στόχο έχουν βάλει αυτά τα τραγούδια, καθώς ακόμη και τα υβριδικά pop και r’n’b γλυκίσματα που υπάρχουν εδώ, όπως το “Under The Moon”, αφήνουν τελικά αμήχανο τον ακροατή.

Στο τρυφερό “The Pines” η 070 Shake ανακρίνει τον εραστή της για το που κοιμήθηκε το προηγούμενο βράδυ, ενώ στο “Microdosing” χάνεται σε new age εμπειρίες. Είναι δωρική, αγέλαστη και αδρή, παρότι δυναμική. Μοιάζει να μη θέλει να επικοινωνήσει με το μέσα της, να μην εκφράζει κάτι αληθινό. Δεν υπάρχει η χημεία στα καλοσχεδιασμένα μεν, κρύα και μονοκόμματα δε τραγούδια της. Θα την έσωζε ένα «γλυφιτζουράτο» ρεφρέν, ένα επιθετικό τέμπο ή μια electro μελωδία που θα έκανε τη δουλειά της στα ραδιόφωνα.

Η γενική εντύπωση, όμως: πρόκειται για δίσκο επίπεδης αντίληψης που του λείπουν οι συνθετικές ιδέες και το στιλ και προσπαθεί να καλύψει τα κενά μιλώντας για ενδοσκόπηση και τσακισμένες σχέσεις. Μπορεί να κυκλοφορήσει καλά πράγματα στο κοντινό μέλλον η Danielle Balbuena αλλά προς το παρόν λείπει ασφυκτικά πολύ η χάρη και η ιδιαιτερότητα.

Άκου κι αυτό: Pusha T – My Name Is My Name (2013), FKA twigs – LP1 (2014), Kilo Kish – Redux (2019)

Posted in Music | Leave a comment